Lexiscope: ονειρεμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ο-νει-ρε-μέ-νος

Morphology

ονειρεμένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοονειρεμένοςοιονειρεμένοι
Genitiveτουονειρεμένουτωνονειρεμένων
Accusativeτονονειρεμένοτουςονειρεμένους
Vocative ονειρεμένε ονειρεμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηονειρεμένηοιονειρεμένες
Genitiveτηςονειρεμένηςτωνονειρεμένων
Accusativeτηνονειρεμένητιςονειρεμένες
Vocative ονειρεμένη ονειρεμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοονειρεμένοταονειρεμένα
Genitiveτουονειρεμένουτωνονειρεμένων
Accusativeτοονειρεμένοταονειρεμένα
Vocative ονειρεμένο ονειρεμένα

ονειρεύομαι v. passive only

PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stονειρεύομαιονειρευόμαστε
2ndονειρεύεσαιονειρεύεστε & ονειρευόσαστε oral.
3rdονειρεύεταιονειρεύονται
Present-Imperative
Plural
2ndονειρεύεστε
Present-Participleονειρευόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stονειρεύτηκα & ονειρεύθηκα learn. ονειρευτήκαμε & ονειρευθήκαμε learn.
2ndονειρεύτηκες & ονειρεύθηκες learn. ονειρευτήκατε & ονειρευθήκατε learn.
3rdονειρεύτηκε & ονειρεύθηκε learn. ονειρεύτηκαν & ονειρεύθηκαν learn. & ονειρευτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stονειρευτώ & ονειρευθώ learn. ονειρευτούμε & ονειρευθούμε learn.
2ndονειρευτείς & ονειρευθείς learn. ονειρευτείτε & ονειρευθείτε learn.
3rdονειρευτεί & ονειρευθεί learn. ονειρευτούν & ονειρευθούν learn. & ονειρευθούνε learn. & ονειρευτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndονειρέψουονειρευτείτε & ονειρευθείτε learn.
Simple past-Infinitiveονειρευτεί & ονειρευθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stονειρευόμουν & ονειρευόμουνα oral. ονειρευόμασταν & ονειρευόμαστε
2ndονειρευόσουν & ονειρευόσουνα oral. ονειρευόσασταν & ονειρευόσαστε oral.
3rdονειρευόταν & ονειρευότανε oral. ονειρεύονταν & ονειρευόντανε oral. & ονειρευόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleονειρεμένος

Synonyms - Antonyms

ονειρεμένος adj.

Sονειρικός, ονειρευτός, ονειρώδης


ονειρεύομαι v.

  1. Sβλέπω όνειρο
  2. Sονειροπολώ1: Πάλι ονειρεύεσαι ξυπνητός;
  3. Sφαντάζομαι1: Ονειρευόταν ταξίδια.
  4. Sοραματίζομαι2: Ονειρεύονται την αλλαγή του χάρτη της Μέσης Ανατολής.
  5. Sεπιθυμώ2, λαχταράω1: Ονειρευόταν να γίνει μουσικός.

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.