Lexiscope: οικειοποιούμαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

οι-κει-ο-ποι-ού-μαι

Morphology

οικειοποιούμαι v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stοικειοποιώοικειοποιούμε
2ndοικειοποιείςοικειοποιείτε
3rdοικειοποιείοικειοποιούν & οικειοποιούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndοικειοποιείτε
Present-Participleοικειοποιώντας
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stοικειοποιούμαιοικειοποιούμαστε & οικειοποιόμαστε
2ndοικειοποιείσαιοικειοποιείστε & οικειοποιόσαστε oral.
3rdοικειοποιείταιοικειοποιούνται
Present-Imperative
Plural
2ndοικειοποιείστε
Present-Participleοικειοποιούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stοικειοποιήθηκαοικειοποιηθήκαμε
2ndοικειοποιήθηκεςοικειοποιηθήκατε
3rdοικειοποιήθηκεοικειοποιήθηκαν & οικειοποιηθήκαν oral. & οικειοποιηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stοικειοποιηθώοικειοποιηθούμε
2ndοικειοποιηθείςοικειοποιηθείτε
3rdοικειοποιηθείοικειοποιηθούν & οικειοποιηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndοικειοποιήσουοικειοποιηθείτε
Simple past-Infinitiveοικειοποιηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stοικειοποιόμουν & οικειοποιόμουνα oral. οικειοποιόμασταν & οικειοποιόμαστε
2ndοικειοποιόσουν & οικειοποιόσουνα oral. οικειοποιόσασταν & οικειοποιόσαστε oral.
3rdοικειοποιούνταν & οικειοποιόταν & οικειοποιείτο learn. & οικειοποιότανε oral. οικειοποιούνταν & οικειοποιόνταν & οικειοποιούντο learn. & οικειοποιόντανε oral. & οικειοποιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleοικειοποιημένος

Synonyms - Antonyms

οικειοποιούμαι v.

Sιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι: Η αντιπολίτευση οικειοποιήθηκε το έργο της κυβέρνησης.


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.