Lexiscope: νεόκοπος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

νε-ό-κο-πος

Morphology

νεόκοπος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeονεόκοποςοινεόκοποι
Genitiveτουνεόκοπουτωννεόκοπων
Accusativeτονεόκοποτουςνεόκοπους
Vocative νεόκοπε νεόκοποι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηνεόκοπηοινεόκοπες
Genitiveτηςνεόκοπηςτωννεόκοπων
Accusativeτηνεόκοπητιςνεόκοπες
Vocative νεόκοπη νεόκοπες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτονεόκοποτανεόκοπα
Genitiveτουνεόκοπουτωννεόκοπων
Accusativeτονεόκοποτανεόκοπα
Vocative νεόκοπο νεόκοπα

Synonyms - Antonyms

νεόκοπος adj.

  1.  rare S: νέας κοπής: νεόκοπο νόμισμα
  2. Sνέος4, νεοφώτιστος2: νεόκοπος δήμαρχος

Προθήματα - Επιθήματα

νεο- [neo]

νεό- [neó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
νιο- [ño] και νιό- [ñó] μόνο με την πρώτη σημασία (βλ. σημείωση)

Προέρχεται από το επίθετο νέος.

1. Πρόσφατο

Το νεο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε ένα γεγονός που συνέβη πρόσφατα. Για παράδειγμα, νεοδιόριστος είναι ο υπάλληλος που έχει διοριστεί πρόσφατα σε μια θέση· ο νεολογισμός είναι μια λέξη που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα σε μια γλώσσα (συνήθως από ξένα ή παλαιότερα συστατικά).

νεολογία

νεογέννητος, -η, -ο

νεολογισμός

νεοδιόριστος, -η, -ο

νεοσύλλεκτος (θηλ. -η)

νεόδμητος, -η, -ο

νεόκοπος, -η, -ο

νεόκτιστος, -η, -ο

νεόνυμφος, -η, -ο

νεόπλαστος, -η, -ο

νεόπλουτος, -η, -ο

νεότοκος, -η, -ο

νεόφερτος, -η, -ο

νεοφυής, -ής, -ές

νεοφώτιστος, -η, -ο

✔ Στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία, ορισμένες λέξεις σχηματίζονται με νιο- (όταν δεν τονίζεται το αʹ συστατικό) ή νιό- (όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό).

νιογάμπρια

νιόβγαλτος, -η, -ο

νιόγαμπρος

νιόπαντρος, -η, -ο

νιόνυφη

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με παρόμοια σημασία βλ. αρτι-*, καινουριο-*, φρεσκο-*.

2. Ανανέωση

(επιστημ., φιλοσοφ., καλλιτ.) Στο επιστημονικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό λεξιλόγιο, το νεο- σχηματίζει λέξεις (συνήθως ουσιαστικά σε -ισμός* και τα αντίστοιχα επίθετα) που αναφέρονται σε μια τάση η οποία επαναφέρει, αναθεωρεί, ανανεώνει και συμπληρώνει τα χαρακτηριστικά μιας προηγούμενης. Για παράδειγμα, η νεοαριστοτελική θεωρία της λογοτεχνίας επαναφέρει τις απόψεις του Αριστοτέλη για τη λογοτεχνία με κάποιες διαφορές και αναπροσαρμογές, ενώ ο νεοκλασικισμός εμφανίστηκε το 18ο και 19ο αιώνα ως αναβίωση του αρχαίου κλασικισμού.

νεοαποικιοκρατία

νεοαριστοτελικός, -ή, -ό

νεοδαρβινισμός

νεοκλασικός, -ή, -ό

νεοεξπρεσιονισμός

νεολιθικός, -ή, -ό

νεοκαντιανισμός

νεομαρξιστικός, -ή, -ό

νεοκαπιταλισμός

νεοναζιστικός, -ή, -ό

νεομαρξισμός

νεοορθόδοξος, -η, -ο

νεοναζισμός

νεοπλατωνικός, -ή, -ό

νεοορθοδοξία

νεοφιλελεύθερος, -η, -ο

νεοουμανισμός

νεοπλατωνισμός

νεοφιλελευθερισμός

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το παλαιο-* (π.χ. νεολιθικόςπαλαιολιθικός).

▶ Ορισμένες λέξεις με νεο- προέρχονται από φράσεις που μετατρέπονται σε ουσιαστικά ή/και επίθετα, όπως Νεοδημοκράτης (< Νέα Δημοκρατία), Νεοζηλανδός (< Νέα Ζηλανδία), νεοταξικός, -ή, -ό (< Νέα Τάξη).

▶ Η λέξη Νεοέλληνας είναι μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό néo-grec (όπου το néo- ανάγεται στο ελληνικό νεο-).

-κοπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κοπ- αναφέρονται στην ενέργεια της κοπής ή (μεταφορικά) σε μια ενέργεια που γίνεται σε έντονο βαθμό.Το συστατικό -κοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κόπτω (= κόβω, χτυπώ, κουράζομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-κοπάω [kopáo]

Δηλώνει μία ενέργεια που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, μεθοκοπάει αυτός που μεθάει συχνά και πολύ.

βρομοκοπάω, γλεντοκοπάω, γυαλοκοπάω, ιδροκοπάω, λαμποκοπάω, μεθοκοπάω, φτεροκοπάω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σπανιότερα, κάποια ρήματα σε -κοπάω έχουν τη σημασία «χτυπάω». Για παράδειγμα, σφυροκοπάω κάτι σημαίνει το χτυπάω με σφυρί.

βροντοκοπάω, γρονθοκοπάω, ξυλοκοπάω, σφυροκοπάω

✔ Τα ρήματα σταυροκοπιέμαι (= κάνω το σταυρό μου) και στηθοκοπιέμαι (= εκφράζω τη θλίψη μου χτυπώντας το στήθος μου) δεν έχουν ενεργητική φωνή.

-κοπώ [kopó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, χρεοκοπώ σημαίνει φτάνω σε κατάσταση χρεοκοπίας.

φαντασιοκοπώ, χρεοκοπώ

Ουσιαστικά

-κόπος [kópos] (αρσ.)

Δηλώνει το πρόσωπο που κάνει μία ενέργεια σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, ο γλεντοκόπος γλεντάει συνέχεια, γλεντοκοπάει, ενώ στρατοκόπος είναι ο οδοιπόρος.

γλεντοκόπος, ονειροκόπος (σπάνιο), στρατοκόπος (λογοτ.), χαροκόπος (= γλεντοκόπος)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Διαφορετική σημασία έχει η λέξη ξυλοκόπος, η οποία δηλώνει αυτόν που κόβει ξύλα.

Επίθετα

-κοπος [kopos], -κοπη, -κοπο

Για παράδειγμα, δίκοπο μαχαίρι είναι αυτό που κόβει από δύο μεριές, νεόκοπο είναι το νόμισμα νέας κοπής, ενώ ο κατάκοπος είναι ο πολύ κουρασμένος.

αδιάκοπος, άκοπος, δίκοπος, κατάκοπος, μεσόκοπος, νεόκοπος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.