Lexiscope: μεταβιβάζεται

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

με-τα-βι-βά-ζε-ται

Morphology

μεταβιβάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμεταβιβάζωμεταβιβάζουμε & μεταβιβάζομε dial.
2ndμεταβιβάζειςμεταβιβάζετε
3rdμεταβιβάζειμεταβιβάζουν & μεταβιβάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndμεταβίβαζεμεταβιβάζετε
Present-Participleμεταβιβάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμεταβίβασαμεταβιβάσαμε
2ndμεταβίβασεςμεταβιβάσατε
3rdμεταβίβασεμεταβίβασαν & μεταβιβάσαν oral. & μεταβιβάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμεταβιβάσωμεταβιβάσουμε & μεταβιβάσομε dial.
2ndμεταβιβάσειςμεταβιβάσετε
3rdμεταβιβάσειμεταβιβάσουν & μεταβιβάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμεταβίβασεμεταβιβάστε
Simple past-Infinitiveμεταβιβάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμεταβίβαζαμεταβιβάζαμε
2ndμεταβίβαζεςμεταβιβάζατε
3rdμεταβίβαζεμεταβίβαζαν & μεταβιβάζαν oral. & μεταβιβάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμεταβιβάζομαιμεταβιβαζόμαστε
2ndμεταβιβάζεσαιμεταβιβάζεστε & μεταβιβαζόσαστε oral.
3rdμεταβιβάζεταιμεταβιβάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndμεταβιβάζεστε
Present-Participleμεταβιβαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμεταβιβάστηκα & μεταβιβάσθηκα learn. μεταβιβαστήκαμε & μεταβιβασθήκαμε learn.
2ndμεταβιβάστηκες & μεταβιβάσθηκες learn. μεταβιβαστήκατε & μεταβιβασθήκατε learn.
3rdμεταβιβάστηκε & μεταβιβάσθηκε learn. μεταβιβάστηκαν & μεταβιβάσθηκαν learn. & μεταβιβαστήκαν oral. & μεταβιβαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμεταβιβαστώ & μεταβιβασθώ learn. μεταβιβαστούμε & μεταβιβασθούμε learn.
2ndμεταβιβαστείς & μεταβιβασθείς learn. μεταβιβαστείτε & μεταβιβασθείτε learn.
3rdμεταβιβαστεί & μεταβιβασθεί learn. μεταβιβαστούν & μεταβιβασθούν learn. & μεταβιβασθούνε learn. & μεταβιβαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμεταβιβάσουμεταβιβαστείτε & μεταβιβασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveμεταβιβαστεί & μεταβιβασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμεταβιβαζόμουν & μεταβιβαζόμουνα oral. μεταβιβαζόμασταν & μεταβιβαζόμαστε
2ndμεταβιβαζόσουν & μεταβιβαζόσουνα oral. μεταβιβαζόσασταν & μεταβιβαζόσαστε oral.
3rdμεταβιβαζόταν & μεταβιβαζότανε oral. μεταβιβάζονταν & μεταβιβαζόντανε oral. & μεταβιβαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleμεταβιβασμένος

Synonyms - Antonyms

μεταβιβάζω v.

  1. Sμεταφέρω3, διαβιβάζω2: Θα τους μεταβιβάσω τις ευχές σας.
  2. Sπαραχωρώ1, εκχωρώ learn: Μεταβίβασε τα δικαιώματα στον αδερφό του.
  3. Sκληροδοτώ: Μεταβίβασε την περιουσία του στο γηροκομείο.
  4.  ATHLET. Sπασάρω1 oral, περνάω2: Την κρισιμότερη στιγμή μεταβίβασε την μπάλα στο συμπαίκτη.

μεταβιβάζεται

Sπεριέρχεται learn, περνάει1: Το σπίτι θα μεταβιβαστεί στους κληρονόμους.


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.