Lexiscope: μεσολαβεί

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

με-σο-λα-βεί

Morphology

μεσολαβώ v. active only

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμεσολαβώμεσολαβούμε
2ndμεσολαβείςμεσολαβείτε
3rdμεσολαβείμεσολαβούν & μεσολαβούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndμεσολαβείτε
Present-Participleμεσολαβώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμεσολάβησαμεσολαβήσαμε
2ndμεσολάβησεςμεσολαβήσατε
3rdμεσολάβησεμεσολάβησαν & μεσολαβήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμεσολαβήσωμεσολαβήσουμε & μεσολαβήσομε dial.
2ndμεσολαβήσειςμεσολαβήσετε
3rdμεσολαβήσειμεσολαβήσουν & μεσολαβήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμεσολάβησεμεσολαβήσετε & μεσολαβήστε
Simple past-Infinitiveμεσολαβήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμεσολαβούσαμεσολαβούσαμε
2ndμεσολαβούσεςμεσολαβούσατε
3rdμεσολαβούσεμεσολαβούσαν & μεσολαβούσανε oral.

Synonyms - Antonyms

μεσολαβώ v.

  1. Sπαρεμβαίνω2, επεμβαίνω1, μπαίνω στη μέση
  2. Sδιαμεσολαβώ

μεσολαβεί

  1. Sπαρεμβάλλεται: Ανάμεσα στις σήραγγες μεσολαβεί ένα τμήμα του δρόμου.
  2. Sσυμβαίνει, γίνεται1, τυχαίνει2: Κάτι μεσολάβησε και τον έκανε να αλλάξει γνώμη.

Προθήματα - Επιθήματα

μεσο- [meso]

μεσό- [mesó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μεσ- [mes] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο μέσος.

1. Στη μέση, στο ενδιάμεσο

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στη μέση ενός χώρου ή ενός άξονα ή ενδιάμεσα σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, η μεσοτοιχία είναι ο τοίχος που χωρίζει δύο διαμερίσματα.

μεσοπάτωμα

μεσίστιος, -α, -ο

μεσολαβώ

μεσοστρατίς

μεσοτοιχία

μεσόγειος, -α, -ο

μεσουρανίς

μεσόφρυδο

μεσόκοπος, -η, -ο

μεσοχρονίς

μεσοπλανητικός, -ή, -ό

μεσοποτάμιος, -α, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το μεσο- σχηματίζει όρους της ανατομίας.

μεσεγκέφαλος

μεσοβρεγματικός, -ή, -ό

μεσογάστριο

μεσοδοντικός, -ή, -ό

μεσοθώρακας

μεσοθωρακικός, -ή, -ό

μεσοκάρπιο

μεσοκυττάριος, -α, -ο

μεσοκνήμιο

μεσοσπονδύλιος, -α, -ο

Ορισμένες λέξεις με το μεσο- δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στο εσωτερικό, από μέσα.

μεσόπορτα, μεσοφόρι

✔ Για τους παράλληλους τύπους όπως μεσοφόρι/μισοφόρι βλ. μισο-*.

2. Μέσο μιας χρονικής περιόδου

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το μέσο μιας χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, το μεσοχείμωνο είναι η καρδιά του χειμώνα· ο μεσήλικας βρίσκεται σε μέση ηλικία, δηλαδή δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος.

μεσήλικας

μεσήλικος, -η, -ο

μεσοβδόμαδα

μεσημέρι

μεσοκαλόκαιρο

μεσονύχτι

μεσοσαράκοστο

μεσοχείμωνο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία. Για παράδειγμα, μεσοπόλεμος λέγεται η χρονική περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους.

μεσοβασιλεία, μεσοπόλεμος

✔ Η λέξη Μεσαίωνας (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό Moyen âge) δηλώνει την ιστορική περίοδο από τον 5ο ως το 15ο αιώνα.

(επιστημ.) Το μεσο- σχηματίζει λέξεις της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της γεωλογίας, που δηλώνουν τη μέση φάση μιας εξέλιξης. Για παράδειγμα, ο μεσοκυκλαδικός πολιτισμός είναι η μέση φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, μετά τον πρωτοκυκλαδικό και πριν από τον υστεροκυκλαδικό.

μεσοβυζαντινός, -ή, -ό, μεσοελλαδικός, -ή, -ό, μεσοζωικός, -ή, -ό, μεσοκυκλαδικός, -ή, -ό, μεσολιθικός, -ή, -ό, μεσομινωικός, -ή, -ό

✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.

3. Μεσαία κλίμακα

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη μεσαία φάση μιας κλίμακας ή διαβάθμισης. Για παράδειγμα, η μεσόφωνος τραγουδάει σε μεσαία κλίμακα δηλαδή ανάμεσα στη σοπράνο (υψίφωνο) και την κοντράλτο, ενώ όταν θέτουμε ένα μεσοπρόθεσμο στόχο (δηλαδή ούτε βραχυπρόθεσμο ούτε μακροπρόθεσμο) ελπίζουμε να τον πετύχουμε σύντομα, αλλά όχι πολύ άμεσα.

μεσόκλιμα

μεσοπρόθεσμος, -η, -ο

μεσόφωνος

▶ Λέξεις με μεσο- προέρχονται από φράσεις που μετατρέπονται σε ουσιαστικά ή/και επίθετα, όπως μεσανατολικός, -ή, -ό (< Μέση Ανατολή).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.