Lexiscope: μαχητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μα-χη-τι-κός

Morphology

μαχητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαχητικόςοιμαχητικοί
Genitiveτουμαχητικούτωνμαχητικών
Accusativeτομαχητικότουςμαχητικούς
Vocative μαχητικέ μαχητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαχητικήοιμαχητικές
Genitiveτηςμαχητικήςτωνμαχητικών
Accusativeτημαχητικήτιςμαχητικές
Vocative μαχητική μαχητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαχητικόταμαχητικά
Genitiveτουμαχητικούτωνμαχητικών
Accusativeτομαχητικόταμαχητικά
Vocative μαχητικό μαχητικά

μαχητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαχητικότεροςοιμαχητικότεροι
Genitiveτουμαχητικότερουτωνμαχητικότερων
Accusativeτομαχητικότεροτουςμαχητικότερους
Vocative μαχητικότερε μαχητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαχητικότερηοιμαχητικότερες
Genitiveτηςμαχητικότερηςτωνμαχητικότερων
Accusativeτημαχητικότερητιςμαχητικότερες
Vocative μαχητικότερη μαχητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαχητικότεροταμαχητικότερα
Genitiveτουμαχητικότερουτωνμαχητικότερων
Accusativeτομαχητικότεροταμαχητικότερα
Vocative μαχητικότερο μαχητικότερα

μαχητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαχητικότατοςοιμαχητικότατοι
Genitiveτουμαχητικότατουτωνμαχητικότατων
Accusativeτομαχητικότατοτουςμαχητικότατους
Vocative μαχητικότατε μαχητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαχητικότατηοιμαχητικότατες
Genitiveτηςμαχητικότατηςτωνμαχητικότατων
Accusativeτημαχητικότατητιςμαχητικότατες
Vocative μαχητικότατη μαχητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαχητικότατοταμαχητικότατα
Genitiveτουμαχητικότατουτωνμαχητικότατων
Accusativeτομαχητικότατοταμαχητικότατα
Vocative μαχητικότατο μαχητικότατα

Synonyms - Antonyms

μαχητικός adj.

  1. Sπολεμικός4: μαχητικά αεροσκάφη
  2. Sαγωνιστικός: μαχητικό πνεύμα

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.