Lexiscope: μακαρίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μα-κα-ρί-ζω

Morphology

μακαρίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμακαρίζωμακαρίζουμε & μακαρίζομε dial.
2ndμακαρίζειςμακαρίζετε
3rdμακαρίζειμακαρίζουν & μακαρίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndμακάριζεμακαρίζετε
Present-Participleμακαρίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμακάρισαμακαρίσαμε
2ndμακάρισεςμακαρίσατε
3rdμακάρισεμακάρισαν & μακαρίσαν oral. & μακαρίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμακαρίσωμακαρίσουμε & μακαρίσομε dial.
2ndμακαρίσειςμακαρίσετε
3rdμακαρίσειμακαρίσουν & μακαρίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμακάρισεμακαρίστε
Simple past-Infinitiveμακαρίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμακάριζαμακαρίζαμε
2ndμακάριζεςμακαρίζατε
3rdμακάριζεμακάριζαν & μακαρίζαν oral. & μακαρίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμακαρίζομαιμακαριζόμαστε
2ndμακαρίζεσαιμακαρίζεστε & μακαριζόσαστε oral.
3rdμακαρίζεταιμακαρίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndμακαρίζεστε
Present-Participleμακαριζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμακαρίστηκα & μακαρίσθηκα learn. μακαριστήκαμε & μακαρισθήκαμε learn.
2ndμακαρίστηκες & μακαρίσθηκες learn. μακαριστήκατε & μακαρισθήκατε learn.
3rdμακαρίστηκε & μακαρίσθηκε learn. μακαρίστηκαν & μακαρίσθηκαν learn. & μακαριστήκαν oral. & μακαριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμακαριστώ & μακαρισθώ learn. μακαριστούμε & μακαρισθούμε learn.
2ndμακαριστείς & μακαρισθείς learn. μακαριστείτε & μακαρισθείτε learn.
3rdμακαριστεί & μακαρισθεί learn. μακαριστούν & μακαρισθούν learn. & μακαρισθούνε learn. & μακαριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμακαρίσουμακαριστείτε & μακαρισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveμακαριστεί & μακαρισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμακαριζόμουν & μακαριζόμουνα oral. μακαριζόμασταν & μακαριζόμαστε
2ndμακαριζόσουν & μακαριζόσουνα oral. μακαριζόσασταν & μακαριζόσαστε oral.
3rdμακαριζόταν & μακαριζότανε oral. μακαρίζονταν & μακαριζόντανε oral. & μακαριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleμακαρισμένος

Synonyms - Antonyms

μακαρίζω v.

Sκαλοτυχίζω Aκακοτυχίζω


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.