Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
μα-γνη-το-σκο-πη-μέ-νος
μαγνητοσκοπώ v.
ACTIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | μαγνητοσκοπώντας | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | μαγνητοσκοπήσει | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
PASSIVE VOICE | |||||||||||||
Present-Indicative |
| ||||||||||||
Present-Imperative |
| ||||||||||||
Present-Participle | μαγνητοσκοπούμενος | ||||||||||||
Simple past-Indicative |
| ||||||||||||
Simple past-Subjunctive |
| ||||||||||||
Simple past-Imperative |
| ||||||||||||
Simple past-Infinitive | μαγνητοσκοπηθεί | ||||||||||||
Imperfect-Indicative |
| ||||||||||||
Present Perfect-Participle | μαγνητοσκοπημένος |
μαγνητοσκοπώ v.
S: βιντεοσκοπώ, τραβάω6: μαγνητοσκοπημένη συναυλία
-σκοπ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -σκοπ- αναφέρονται σε κάτι που γίνεται με μεγάλη προσοχή και παρακολουθείται προσεκτικά ή σε κάτι που γίνεται με κάποιο σκοπό.Το συστατικό -σκοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα σκοπώ (= βλέπω, αποβλέπω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-σκοπώ [skopó]
Για παράδειγμα, βιντεοσκοπώ κάτι όταν το τραβάω με βιντεοκάμερα, κερδοσκοπώ όταν ενεργώ με σκοπό να έχω κέρδος πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο ή το κανονικό.
Ουσιαστικά
-σκοπείο [skopío]
Για παράδειγμα, το αστεροσκοπείο είναι το επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων.
-σκόπηση [skópisi]
Για παράδειγμα, ενδοσκόπηση είναι το να παρατηρούμε και να αναλύουμε τον εαυτό μας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας.
-σκοπία [skopía]
Για παράδειγμα, η κερδοσκοπία είναι η επιδίωξη, συνήθως με αθέμιτα μέσα, κέρδους που να είναι πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Σύμφωνα με τους ορθογραφικούς κανόνες της σχολικής Γραμματικής, οι λέξεις σε -σκοπία γράφονται με /ι/ διότι προέρχονται από ουσιαστικά (π.χ. κερδοσκόπος - κερδοσκοπία), και όχι από ρήματα σε -εύω. Εξαίρεση αποτελούν οι λέξεις κατασκοπεία και αντικατασκοπεία, οι οποίες προέρχονται από το ρήμα κατασκοπεύω και γι' αυτό γράφονται με /ει/.
-σκόπιο [skópio]
Για παράδειγμα, το στηθοσκόπιο είναι το όργανο που χρησιμοποιεί ο γιατρός για να ακούσει τους ήχους που προέρχονται από το στήθος μας.
-σκοπος [skopos]
Για παράδειγμα, ο κατάσκοπος προσπαθεί να μάθει στρατιωτικά ή κρατικά μυστικά μιας ξένης χώρας.
-σκόπος [skópos]
Για παράδειγμα, ο οιωνοσκόπος παρακολουθεί και μελετά προσεκτικά τους οιωνούς, ενώ ο καιροσκόπος περιμένει τον κατάλληλο καιρό για κάποιο σκοπό.
Επίθετα
-σκοπικός [skopikós], -σκοπική, -σκοπικό
Για παράδειγμα, η μικροσκοπική εξέταση γίνεται με το μικροσκόπιο.
-σκοπος [skopos], -σκοπη, -σκοπο (σπάνια χρήση)
Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι άσκοπο δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό ή δε φέρνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Πολλές λέξεις σε -σκόπηση ανήκουν στο ιατρικό λεξιλόγιο και δηλώνουν ειδική εξέταση ή διαγνωστική μέθοδο.