Lexiscope: μαγευτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μα-γευ-τι-κός

Morphology

μαγευτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαγευτικόςοιμαγευτικοί
Genitiveτουμαγευτικούτωνμαγευτικών
Accusativeτομαγευτικότουςμαγευτικούς
Vocative μαγευτικέ μαγευτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαγευτικήοιμαγευτικές
Genitiveτηςμαγευτικήςτωνμαγευτικών
Accusativeτημαγευτικήτιςμαγευτικές
Vocative μαγευτική μαγευτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαγευτικόταμαγευτικά
Genitiveτουμαγευτικούτωνμαγευτικών
Accusativeτομαγευτικόταμαγευτικά
Vocative μαγευτικό μαγευτικά

μαγευτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαγευτικότεροςοιμαγευτικότεροι
Genitiveτουμαγευτικότερουτωνμαγευτικότερων
Accusativeτομαγευτικότεροτουςμαγευτικότερους
Vocative μαγευτικότερε μαγευτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαγευτικότερηοιμαγευτικότερες
Genitiveτηςμαγευτικότερηςτωνμαγευτικότερων
Accusativeτημαγευτικότερητιςμαγευτικότερες
Vocative μαγευτικότερη μαγευτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαγευτικότεροταμαγευτικότερα
Genitiveτουμαγευτικότερουτωνμαγευτικότερων
Accusativeτομαγευτικότεροταμαγευτικότερα
Vocative μαγευτικότερο μαγευτικότερα

μαγευτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομαγευτικότατοςοιμαγευτικότατοι
Genitiveτουμαγευτικότατουτωνμαγευτικότατων
Accusativeτομαγευτικότατοτουςμαγευτικότατους
Vocative μαγευτικότατε μαγευτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημαγευτικότατηοιμαγευτικότατες
Genitiveτηςμαγευτικότατηςτωνμαγευτικότατων
Accusativeτημαγευτικότατητιςμαγευτικότατες
Vocative μαγευτικότατη μαγευτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομαγευτικότατοταμαγευτικότατα
Genitiveτουμαγευτικότατουτωνμαγευτικότατων
Accusativeτομαγευτικότατοταμαγευτικότατα
Vocative μαγευτικότατο μαγευτικότατα

Synonyms - Antonyms

μαγευτικός adj.

Sονειρικός, γοητευτικός2, μαγικός: μαγευτική μελωδία


10 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.