Lexiscope: λογική

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λο-γι-κή

Morphology

λογική n. fem. singular only

Singular
Nominativeηλογική
Genitiveτηςλογικής
Accusativeτηλογική
Vocative λογική

λογικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολογικόςοιλογικοί
Genitiveτουλογικούτωνλογικών
Accusativeτολογικότουςλογικούς
Vocative λογικέ λογικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλογικήοιλογικές
Genitiveτηςλογικήςτωνλογικών
Accusativeτηλογικήτιςλογικές
Vocative λογική λογικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολογικόταλογικά
Genitiveτουλογικούτωνλογικών
Accusativeτολογικόταλογικά
Vocative λογικό λογικά

λογικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολογικότεροςοιλογικότεροι
Genitiveτουλογικότερουτωνλογικότερων
Accusativeτολογικότεροτουςλογικότερους
Vocative λογικότερε λογικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλογικότερηοιλογικότερες
Genitiveτηςλογικότερηςτωνλογικότερων
Accusativeτηλογικότερητιςλογικότερες
Vocative λογικότερη λογικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολογικότεροταλογικότερα
Genitiveτουλογικότερουτωνλογικότερων
Accusativeτολογικότεροταλογικότερα
Vocative λογικότερο λογικότερα

λογικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολογικότατοςοιλογικότατοι
Genitiveτουλογικότατουτωνλογικότατων
Accusativeτολογικότατοτουςλογικότατους
Vocative λογικότατε λογικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλογικότατηοιλογικότατες
Genitiveτηςλογικότατηςτωνλογικότατων
Accusativeτηλογικότατητιςλογικότατες
Vocative λογικότατη λογικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολογικότατοταλογικότατα
Genitiveτουλογικότατουτωνλογικότατων
Accusativeτολογικότατοταλογικότατα
Vocative λογικότατο λογικότατα

Synonyms - Antonyms

λογική n.

  1. Sλόγος1, νους2, λογικό
  2. Sορθολογισμός1: επιχειρήματα χωρίς λογική
  3. Sφρόνηση, σύνεση, φρονιμάδα, περίσκεψη1
  4. Sνοοτροπία: Δεν καταλαβαίνω τη λογική σου.
  5. S: φιλοσοφία: η λογική του καπιταλισμού

λογικός adj.

  1. Sέλλογος learn Aάλογος1
  2. Sορθολογικός Aπαράλογος
  3. Sβάσιμος2, δικαιολογημένος, εύλογος
  4. Sσυνετός, μυαλωμένος
  5. Sμετρημένος3, λελογισμένος learn: λογικές δαπάνες Aαλόγιστος

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.