Lexiscope: λιόχαρος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λιό-χα-ρος

Morphology

λιόχαρος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολιόχαροςοιλιόχαροι
Genitiveτουλιόχαρουτωνλιόχαρων
Accusativeτολιόχαροτουςλιόχαρους
Vocative λιόχαρε λιόχαροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλιόχαρηοιλιόχαρες
Genitiveτηςλιόχαρηςτωνλιόχαρων
Accusativeτηλιόχαρητιςλιόχαρες
Vocative λιόχαρη λιόχαρες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολιόχαροταλιόχαρα
Genitiveτουλιόχαρουτωνλιόχαρων
Accusativeτολιόχαροταλιόχαρα
Vocative λιόχαρο λιόχαρα

Synonyms - Antonyms

λιόχαρος adj. lit.

Sηλιόχαρος lit., ηλιόλουστος: λιόχαρη ημέρα

Προθήματα - Επιθήματα

λιο- [l̃o]

λιό- [l̃ó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το ουσιαστικό ήλιος και με τη δεύτερη σημασία από το ουσιαστικό ελιά.

1. Αναφορά στον ήλιο

Το λιο- χρησιμοποιείται κυρίως στη λογοτεχνία και σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στον ήλιο. Για παράδειγμα, λιόγερμα είναι το ηλιοβασίλεμα, η δύση του ήλιου.

λιόγερμα

λιόχαρος, -η, -ο

λιοπύρι

✔ Βλ. με την ίδια σημασία και ηλιο-*.

2. Αναφορά στην ελιά

Το λιο- σχηματίζει λαϊκότροπες λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει σχέση με το δέντρο ελιά ή με τον καρπό της. Για παράδειγμα, το λιόλαδο είναι το λάδι της ελιάς, το ελαιόλαδο.

λιόδεντρο, λιόκλαδο, λιόλαδο, λιοστάσι, λιοτρίβι

✔ Υπάρχουν και λόγιοι σχηματισμοί με το ελαιο-* (π.χ. λιόδεντρο - ελαιόδεντρο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.