Lexiscope: λεπτοδουλεμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λε-πτο-δου-λε-μέ-νος

Morphology

λεπτοδουλεμένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολεπτοδουλεμένοςοιλεπτοδουλεμένοι
Genitiveτουλεπτοδουλεμένουτωνλεπτοδουλεμένων
Accusativeτολεπτοδουλεμένοτουςλεπτοδουλεμένους
Vocative λεπτοδουλεμένε λεπτοδουλεμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλεπτοδουλεμένηοιλεπτοδουλεμένες
Genitiveτηςλεπτοδουλεμένηςτωνλεπτοδουλεμένων
Accusativeτηλεπτοδουλεμένητιςλεπτοδουλεμένες
Vocative λεπτοδουλεμένη λεπτοδουλεμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολεπτοδουλεμένοταλεπτοδουλεμένα
Genitiveτουλεπτοδουλεμένουτωνλεπτοδουλεμένων
Accusativeτολεπτοδουλεμένοταλεπτοδουλεμένα
Vocative λεπτοδουλεμένο λεπτοδουλεμένα

Synonyms - Antonyms

λεπτοδουλεμένος adj.

Sψιλοδουλεμένος, λεπτοφτιαγμένος, λεπτοκαμωμένος1

Προθήματα - Επιθήματα

λεπτο- [lepto]

λεπτό- [leptó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
λεπτ- [lept] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο λεπτός.

1. Μικρό πάχος ή μέγεθος

Το λεπτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ή γίνεται πολύ λεπτό ή πολύ μικρό. Για παράδειγμα, ο λεπτόσωμος έχει λεπτό (αδύνατο) σώμα.

λεπτομέρεια

λεπτοκαμωμένος, -η, -ο

λεπτόκοκκος, -η, -ο

λεπτομερής, -ής, -ές

λεπτόσωμος, -η, -ο

λεπτόφλουδος, -η, -ο

λεπτοφυής, -ής, -ές

λεπτόφυλλος, -η, -ο

✔ Το επίθετο λεπτόρρευστος, -η, -ο χρησιμοποιείται για υγρά και δηλώνει αραιή σύσταση. Για το αντίθετο βλ. παχυ-* (παχύρρευστος).

✔ Ο λεπτοδείκτης δηλώνει το δείκτη του ρολογιού που δείχνει τα λεπτά της ώρας.

2. Αναφορά στη λεπτομέρεια

Το λεπτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μια πράξη η οποία γίνεται με έμφαση στη λεπτομέρεια και με σχολαστικό τρόπο. Για παράδειγμα, ένα κόσμημα είναι λεπτοδουλεμένο όταν έχει γίνει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα και ακρίβεια.

λεπτοδουλειά

λεπτοδουλεμένος, -η, -ο

λεπτολογία

λεπτολόγος, -ος, -ο

λεπτοτέχνημα

λεπτοτεχνία

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ψιλο-*.

ΑΝΤ Για αντίθετα και στις δύο σημασίες βλ. χοντρο-* (π.χ. λεπτόκοκκοςχοντρόκοκκος).


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.