Lexiscope: λαμπερός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λα-μπε-ρός

Morphology

λαμπερός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολαμπερόςοιλαμπεροί
Genitiveτουλαμπερούτωνλαμπερών
Accusativeτολαμπερότουςλαμπερούς
Vocative λαμπερέ λαμπεροί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλαμπερήοιλαμπερές
Genitiveτηςλαμπερήςτωνλαμπερών
Accusativeτηλαμπερήτιςλαμπερές
Vocative λαμπερή λαμπερές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολαμπερόταλαμπερά
Genitiveτουλαμπερούτωνλαμπερών
Accusativeτολαμπερόταλαμπερά
Vocative λαμπερό λαμπερά

λαμπερότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολαμπερότεροςοιλαμπερότεροι
Genitiveτουλαμπερότερουτωνλαμπερότερων
Accusativeτολαμπερότεροτουςλαμπερότερους
Vocative λαμπερότερε λαμπερότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλαμπερότερηοιλαμπερότερες
Genitiveτηςλαμπερότερηςτωνλαμπερότερων
Accusativeτηλαμπερότερητιςλαμπερότερες
Vocative λαμπερότερη λαμπερότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολαμπερότεροταλαμπερότερα
Genitiveτουλαμπερότερουτωνλαμπερότερων
Accusativeτολαμπερότεροταλαμπερότερα
Vocative λαμπερότερο λαμπερότερα

λαμπερότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολαμπερότατοςοιλαμπερότατοι
Genitiveτουλαμπερότατουτωνλαμπερότατων
Accusativeτολαμπερότατοτουςλαμπερότατους
Vocative λαμπερότατε λαμπερότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλαμπερότατηοιλαμπερότατες
Genitiveτηςλαμπερότατηςτωνλαμπερότατων
Accusativeτηλαμπερότατητιςλαμπερότατες
Vocative λαμπερότατη λαμπερότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολαμπερότατοταλαμπερότατα
Genitiveτουλαμπερότατουτωνλαμπερότατων
Accusativeτολαμπερότατοταλαμπερότατα
Vocative λαμπερότατο λαμπερότατα

Synonyms - Antonyms

λαμπερός adj.

Sφωτεινός2, ακτινοβόλος, λαμπρός1


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.