Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
κω-λο-φαρ-δί-α
κολοφαρδία n. fem.
|
κωλοφαρδία n. oral
S: τύχη1, γούρι, καλοτυχία1 A: ατυχία1
κωλο- [kolo]
κωλό- [koló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κωλ- [kol] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το ουσιαστικό κώλος.
1. Αναφορά στα οπίσθια
Στον προφορικό λόγο, το κωλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν σχέση με τα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου.
2. Κάτι αρνητικό (μειωτικά)
Στον προφορικό λόγο, το κωλο- συνδέεται με ουσιαστικά για να χαρακτηρίσει αρνητικά και μειωτικά την ποιότητα ενός πράγματος ή το χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Για παράδειγμα, η κωλοκατάσταση είναι μια κατάσταση που προκαλεί αγανάκτηση.
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με μειωτική σημασία βλ. βρομο-*, παλιο-*, σκατο-*.
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Μεταφορικά χρησιμοποιούνται λέξεις με το κωλο- για να δηλώσουν με έμφαση μία θετική ιδιότητα όπως μεγάλη τύχη, ικανότητα ή εξυπνάδα. Για παράδειγμα, κωλόφαρδο λέμε κάποιον που είναι πολύ τυχερός, κωλοφωτιά λέμε επίσης τον πολύ έξυπνο άνθρωπο.
κωλοφαρδία
κωλοπετσωμένος, -η, -ο
κωλοφωτιά
κωλόφαρδος, -η, -ο
•Μεταφορικά αλλά με αρνητική σημασία σχηματίζονται με το κωλο- λέξεις όπως:
κωλογλείφτης ( = κόλακας)
κωλοβαράω ( = τεμπελιάζω)