Lexiscope: κυβερνάω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κυ-βερ-νά-ω

Morphology

κυβερνάω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκυβερνώ & κυβερνάω oral. κυβερνάμε & κυβερνούμε
2ndκυβερνάςκυβερνάτε
3rdκυβερνά & κυβερνάει oral. κυβερνούν & κυβερνάν oral. & κυβερνάνε oral. & κυβερνούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκυβέρνα oral. & κυβέρναγε oral. κυβερνάτε
Present-Participleκυβερνώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκυβέρνησακυβερνήσαμε
2ndκυβέρνησεςκυβερνήσατε
3rdκυβέρνησεκυβέρνησαν & κυβερνήσαν oral. & κυβερνήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκυβερνήσωκυβερνήσουμε & κυβερνήσομε dial.
2ndκυβερνήσειςκυβερνήσετε
3rdκυβερνήσεικυβερνήσουν & κυβερνήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκυβέρνησε & κυβέρνα oral. κυβερνήσετε & κυβερνήστε
Simple past-Infinitiveκυβερνήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκυβερνούσα & κυβέρναγα oral. κυβερνούσαμε & κυβερνάγαμε oral.
2ndκυβερνούσες & κυβέρναγες oral. κυβερνούσατε & κυβερνάγατε oral.
3rdκυβερνούσε & κυβέρναγε oral. κυβερνούσαν & κυβέρναγαν oral. & κυβερνάγαν oral. & κυβερνάγανε oral. & κυβερνούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκυβερνιέμαι & κυβερνώμαικυβερνιόμαστε & κυβερνώμεθα learn. & κυβερνόμαστε oral.
2ndκυβερνάσαι & κυβερνιέσαικυβερνιέστε & κυβερνάσθε learn. & κυβερνάστε oral. & κυβερνιόσαστε oral.
3rdκυβερνάται & κυβερνιέταικυβερνιούνται & κυβερνώνται & κυβερνιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndκυβερνιέστε & κυβερνάσθε learn.
Present-Participleκυβερνώμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκυβερνήθηκακυβερνηθήκαμε
2ndκυβερνήθηκεςκυβερνηθήκατε
3rdκυβερνήθηκεκυβερνήθηκαν & κυβερνηθήκαν oral. & κυβερνηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκυβερνηθώκυβερνηθούμε
2ndκυβερνηθείςκυβερνηθείτε
3rdκυβερνηθείκυβερνηθούν & κυβερνηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκυβερνήσουκυβερνηθείτε
Simple past-Infinitiveκυβερνηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκυβερνιόμουν & κυβερνιόμουνα oral. κυβερνιόμασταν & κυβερνιόμαστε
2ndκυβερνιόσουν & κυβερνιόσουνα oral. κυβερνιόσασταν & κυβερνιόσαστε oral.
3rdκυβερνιόταν & κυβερνάτο learn. & κυβερνιότανε oral. κυβερνιούνταν & κυβερνιόνταν & κυβερνώντο learn. & κυβερνιόντανε oral. & κυβερνιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκυβερνημένος

Synonyms - Antonyms

κυβερνάω v.

  1. Sδιοικώ2: Ποιοι κυβερνούν το κράτος;
  2. Sεξουσιάζω2, διαφεντεύω pop.: Το χρήμα και το ατομικό συμφέρον κυβερνούν τη ζωή μας.

8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.