Lexiscope: κονιορτοποιώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κο-νι-ορ-το-ποι-ώ

Morphology

κονιορτοποιώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποιώκονιορτοποιούμε
2ndκονιορτοποιείςκονιορτοποιείτε
3rdκονιορτοποιείκονιορτοποιούν & κονιορτοποιούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndκονιορτοποιείτε
Present-Participleκονιορτοποιώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποίησακονιορτοποιήσαμε
2ndκονιορτοποίησεςκονιορτοποιήσατε
3rdκονιορτοποίησεκονιορτοποίησαν & κονιορτοποιήσαν oral. & κονιορτοποιήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκονιορτοποιήσωκονιορτοποιήσουμε & κονιορτοποιήσομε dial.
2ndκονιορτοποιήσειςκονιορτοποιήσετε
3rdκονιορτοποιήσεικονιορτοποιήσουν & κονιορτοποιήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκονιορτοποίησεκονιορτοποιήσετε & κονιορτοποιήστε
Simple past-Infinitiveκονιορτοποιήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποιούσακονιορτοποιούσαμε
2ndκονιορτοποιούσεςκονιορτοποιούσατε
3rdκονιορτοποιούσεκονιορτοποιούσαν & κονιορτοποιούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποιούμαικονιορτοποιούμαστε & κονιορτοποιόμαστε
2ndκονιορτοποιείσαικονιορτοποιείστε & κονιορτοποιόσαστε oral.
3rdκονιορτοποιείταικονιορτοποιούνται
Present-Imperative
Plural
2ndκονιορτοποιείστε
Present-Participleκονιορτοποιούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποιήθηκακονιορτοποιηθήκαμε
2ndκονιορτοποιήθηκεςκονιορτοποιηθήκατε
3rdκονιορτοποιήθηκεκονιορτοποιήθηκαν & κονιορτοποιηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκονιορτοποιηθώκονιορτοποιηθούμε
2ndκονιορτοποιηθείςκονιορτοποιηθείτε
3rdκονιορτοποιηθείκονιορτοποιηθούν & κονιορτοποιηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκονιορτοποιήσουκονιορτοποιηθείτε
Simple past-Infinitiveκονιορτοποιηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκονιορτοποιόμουν & κονιορτοποιόμουνα oral. κονιορτοποιόμασταν & κονιορτοποιόμαστε
2ndκονιορτοποιόσουν & κονιορτοποιόσουνα oral. κονιορτοποιόσασταν & κονιορτοποιόσαστε oral.
3rdκονιορτοποιούνταν & κονιορτοποιόταν & κονιορτοποιείτο learn. & κονιορτοποιότανε oral. κονιορτοποιούνταν & κονιορτοποιόνταν & κονιορτοποιούντο learn. & κονιορτοποιόντανε oral. & κονιορτοποιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκονιορτοποιημένος

Synonyms - Antonyms

κονιορτοποιώ v. learn

  1. Sπολτοποιώ, αλέθω1, συνθλίβω1
  2. Sεκμηδενίζω: Κονιορτοποίησε τους αντιπάλους του.

10 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.