Lexiscope: κληρονομώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κλη-ρο-νο-μώ

Morphology

κληρονομώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκληρονομώ & κληρονομάω oral. κληρονομάμε & κληρονομούμε
2ndκληρονομάς & κληρονομείςκληρονομάτε & κληρονομείτε
3rdκληρονομά & κληρονομεί & κληρονομάει oral. κληρονομούν & κληρονομάν oral. & κληρονομάνε oral. & κληρονομούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκληρονόμα oral. & κληρονόμαγε oral. κληρονομάτε & κληρονομείτε
Present-Participleκληρονομώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκληρονόμησακληρονομήσαμε
2ndκληρονόμησεςκληρονομήσατε
3rdκληρονόμησεκληρονόμησαν & κληρονομήσαν oral. & κληρονομήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκληρονομήσωκληρονομήσουμε & κληρονομήσομε dial.
2ndκληρονομήσειςκληρονομήσετε
3rdκληρονομήσεικληρονομήσουν & κληρονομήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκληρονόμησε & κληρονόμα oral. κληρονομήσετε & κληρονομήστε
Simple past-Infinitiveκληρονομήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκληρονομούσα & κληρονόμαγα oral. κληρονομούσαμε & κληρονομάγαμε oral.
2ndκληρονομούσες & κληρονόμαγες oral. κληρονομούσατε & κληρονομάγατε oral.
3rdκληρονομούσε & κληρονόμαγε oral. κληρονομούσαν & κληρονομάγαν oral. & κληρονομάγανε oral. & κληρονομούσανε oral. & κληρονόμαγαν oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκληρονομιέμαι & κληρονομούμαικληρονομιόμαστε & κληρονομούμαστε
2ndκληρονομείσαι & κληρονομιέσαικληρονομείστε & κληρονομιέστε & κληρονομιόσαστε oral.
3rdκληρονομείται & κληρονομιέταικληρονομιούνται & κληρονομούνται & κληρονομιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndκληρονομείστε & κληρονομιέστε
Present-Participleκληρονομούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκληρονομήθηκακληρονομηθήκαμε
2ndκληρονομήθηκεςκληρονομηθήκατε
3rdκληρονομήθηκεκληρονομήθηκαν & κληρονομηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκληρονομηθώκληρονομηθούμε
2ndκληρονομηθείςκληρονομηθείτε
3rdκληρονομηθείκληρονομηθούν & κληρονομηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκληρονομήσουκληρονομηθείτε
Simple past-Infinitiveκληρονομηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκληρονομιόμουν & κληρονομιόμουνα oral. κληρονομιόμασταν & κληρονομιόμαστε
2ndκληρονομιόσουν & κληρονομιόσουνα oral. κληρονομιόσασταν & κληρονομιόσαστε oral.
3rdκληρονομιόταν & κληρονομούνταν & κληρονομείτο learn. & κληρονομιότανε oral. κληρονομιούνταν & κληρονομιόνταν & κληρονομούνταν & κληρονομούντο learn. & κληρονομιόντανε oral. & κληρονομιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκληρονομημένος

Synonyms - Antonyms

κληρονομώ v.

  1. Aκληροδοτώ: Το σπίτι το κληρονόμησα από μια θεία.
  2. Sπαίρνω23: Από τη γιαγιά της κληρονόμησε την αγωνιστικότητα.

Προθήματα - Επιθήματα

-νομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -νομ- αναφέρονται στη ρύθμιση της λειτουργίας μιας διαδικασίας ή ενός συστήματος, στους νόμους της πολιτείας ή σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο.Το συστατικό -νομ- προέρχεται από το ουσιαστικό νόμος, παράγωγο του αρχαίου ρήματος νέμω (= μοιράζω, καταμερίζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-νομώ [nomó]

Για παράδειγμα, όταν κανείς ταξινομεί αρχεία, τα τακτοποιεί, τα οργανώνει με ορισμένη σειρά, ενώ όταν χειρονομεί κάνει χειρονομίες.

βαθμονομώ, εξοικονομώ, κληρονομώ (και προφ. κληρονομάω), οικονομώ (και προφ. οικονομάω και κονομάω), παρανομώ, ταξινομώ, χειρονομώ

Ουσιαστικά

-νομία [nomía]

Αναφέρεται σε μια υπηρεσία που φροντίζει για την ομαλή λειτουργία ενός συστήματος ή ενός θεσμού. Για παράδειγμα, η αγορανομία ελέγχει τις τιμές, τα είδη και γενικότερα την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

αγορανομία, αγρονομία, αερονομία, αστυνομία, δασονομία, δικονομία, παιδονομία, στρατονομία, τροχονομία, υγειονομία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Λέξεις με το -νομία δηλώνουν ορισμένο επιστημονικό κλάδο. Για παράδειγμα, η βιβλιοθηκονομία ασχολείται με την οργάνωση, τη διοίκηση και τη λειτουργία βιβλιοθηκών.

αρχειονομία, αστρονομία, βιβλιοθηκονομία, δημοσιονομία, εργονομία, μακροοικονομία, μικροοικονομία, οικονομία

Με το -νομία σχηματίζονται και λέξεις που αναφέρονται στους νόμους της πολιτείας.

αυτονομία, ευνομία, ισονομία, παρανομία, πολυνομία

Κάποιες λέξεις έχουν ιδιαίτερες σημασίες. Για παράδειγμα, η γαστρονομία αναφέρεται στην τέχνη της μαγειρικής (από το αρχαίο γαστήρ = κοιλιά, βλ. γαστρο-*), ενώ η χειρονομία είναι λέξη αρχαιοελληνικής προέλευσης και σήμαινε κίνηση των χεριών προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, για άσκηση.

αντινομία, γαστρονομία, κληρονομία (νομ.) / κληρονομιά, ταξινομία, χειρονομία

-νόμος [nómos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο αστυνόμος είναι υπεύθυνος για την τήρηση των νόμων στην πόλη (άστυ), ενώ ο αστρονόμος είναι ο επιστήμονας που μελετά τα ουράνια σώματα (άστρα).

αγρονόμος, αερονόμος, αρχειονόμος, αστρονόμος, αστυνόμος, δασονόμος, κληρονόμος, οπλονόμος, στρατονόμος, τροχονόμος

Επίθετα

-νόμητος [nómitos], -νόμητη, -νόμητο

Για παράδειγμα, οι φάκελοι είναι αταξινόμητοι όταν δεν έχουν ταξινομηθεί, ενώ λέμε ότι κάτι είναι ανοικονόμητο όταν πιάνει πολύ χώρο και δεν καταφέρνουμε να το βολέψουμε κάπου.

ακληρονόμητος, ανοικονόμητος, αταξινόμητος

✔ Αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-νομικός [nomikós], -νομική, -νομικό

Για παράδειγμα, τα αστυνομικά μέτρα εφαρμόζονται από την αστυνομία, ενώ οι κληρονομικές διαφορές σχετίζονται με κάποια κληρονομιά.

αγορανομικός, αστρονομικός, αστυνομικός, γαστρονομικός, δασονομικός, δημοσιονομικός, δικονομικός, εργονομικός, κληρονομικός, μακροοικονομικός, μικροοικονομικός, οικονομικός, υγειονομικός

-νομος [nomos], -νομη, -νομο

Για παράδειγμα, το έννομο συμφέρον κάποιου είναι αυτό που προβλέπει ο νόμος για την προκειμένη περίπτωση.

αυτόνομος, έκνομος, έννομος, παράνομος, σύννομος

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.