Lexiscope: κλείνει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κλεί-νει

Morphology

κλείνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκλείνωκλείνουμε & κλείνομε dial.
2ndκλείνειςκλείνετε
3rdκλείνεικλείνουν & κλείνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκλείνεκλείνετε
Present-Participleκλείνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stέκλεισακλείσαμε
2ndέκλεισεςκλείσατε
3rdέκλεισεέκλεισαν & κλείσαν oral. & κλείσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκλείσωκλείσουμε & κλείσομε dial.
2ndκλείσειςκλείσετε
3rdκλείσεικλείσουν & κλείσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκλείσεκλείστε
Simple past-Infinitiveκλείσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stέκλεινακλείναμε
2ndέκλεινεςκλείνατε
3rdέκλεινεέκλειναν & κλείναν oral. & κλείνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκλείνομαικλεινόμαστε
2ndκλείνεσαικλείνεστε & κλεινόσαστε oral.
3rdκλείνεταικλείνονται
Present-Imperative
Plural
2ndκλείνεστε
Present-Participleκλεινόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκλείστηκακλειστήκαμε
2ndκλείστηκεςκλειστήκατε
3rdκλείστηκεκλείστηκαν & κλειστήκαν oral. & κλειστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκλειστώκλειστούμε
2ndκλειστείςκλειστείτε
3rdκλειστείκλειστούν & κλειστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκλείσουκλειστείτε
Simple past-Infinitiveκλειστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκλεινόμουν & κλεινόμουνα oral. κλεινόμασταν & κλεινόμαστε
2ndκλεινόσουν & κλεινόσουνα oral. κλεινόσασταν & κλεινόσαστε oral.
3rdκλεινόταν & κλεινότανε oral. κλείνονταν & κλεινόντανε oral. & κλεινόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκλεισμένος

Synonyms - Antonyms

κλείνω v.

  1. Sσφαλίζω1 pop.: Κλείσε τα μάτια σου. Aανοίγω1
  2. Sκλειδώνω1, μανταλώνω: Έκλεισε καλά την πόρτα. Aξεκλειδώνω
  3. Sσκεπάζω2: Έκλεισε το μπαούλο. / Κλείνεις το μπουκάλι; Aξεσκεπάζω1
  4. Sδιακόπτω τη λειτουργία: Ήθελα να κλείσω την τηλεόραση. / Κλείνουν από αύριο τα σχολεία. Aθέτω σε λειτουργία, ανοίγω8
  5. Sαποκλείω3, μπλοκάρω2: Ένα φορτηγό κλείνει το δρόμο. Aξεμπλοκάρω1
  6. Sεγκλείω learn, περιορίζω3: Θα την κλείσουν στο αναμορφωτήριο. Aελευθερώνω
  7. Sκάνω κράτηση, κρατάω8: Έκλεισε θέση με το επόμενο αεροπλάνο.
  8. Sσυμπληρώνω3: Σήμερα κλείνει τα εικοσιένα.
  9. Sολοκληρώνω3, τελειώνω2: Έκλεισε την ομιλία του με ευχαριστίες.
  10. Sσυνάπτω σύμβαση, συνομολογώ learn: Τα ενεχόμενα μέρη έκλεισαν ειρήνη μεταξύ τους.

κλείνει

  1. Sπερικλείει, περιλαμβάνει, περιέχει2: Η καρδιά του κλείνει μόνο αισθήματα αγάπης.
  2. Sτελειώνει3, λήγει: Για μένα αυτή η ιστορία έκλεισε.
  3. Sεπουλώνεται, θρέφει1 oral, γιατρεύεται oral, θεραπεύεται: Η πληγή δεν έλεγε να κλείσει.

κλεισμένος pp.

Sαγκαζέ, ρεζερβέ

EXPR: κλείνω μέσα, κλείνω τα μάτια, κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνομαι στον εαυτό μου


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.