Lexiscope: κηρύσσω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κη-ρύσ-σω

Morphology

κηρύσσω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκηρύσσω & κηρύττωκηρύσσουμε & κηρύττουμε & κηρύσσομε dial. & κηρύττομε dial.
2ndκηρύσσεις & κηρύττειςκηρύσσετε & κηρύττετε
3rdκηρύσσει & κηρύττεικηρύσσουν & κηρύττουν & κηρύσσουνε oral. & κηρύττουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκήρυσσε & κήρυττεκηρύσσετε & κηρύττετε
Present-Participleκηρύσσοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκήρυξακηρύξαμε
2ndκήρυξεςκηρύξατε
3rdκήρυξεκήρυξαν & κηρύξαν oral. & κηρύξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκηρύξωκηρύξουμε & κηρύξομε dial.
2ndκηρύξειςκηρύξετε
3rdκηρύξεικηρύξουν & κηρύξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκήρυξεκηρύξτε
Simple past-Infinitiveκηρύξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκήρυσσα & κήρυττακηρύσσαμε & κηρύτταμε
2ndκήρυσσες & κήρυττεςκηρύσσατε & κηρύττατε
3rdκήρυσσε & κήρυττεκήρυσσαν & κήρυτταν & κηρύσσαν oral. & κηρύσσανε oral. & κηρύτταν oral. & κηρύττανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκηρύσσομαι & κηρύττομαικηρυσσόμαστε & κηρυττόμαστε
2ndκηρύσσεσαι & κηρύττεσαικηρύσσεστε & κηρύττεστε & κηρυσσόσαστε oral. & κηρυττόσαστε oral.
3rdκηρύσσεται & κηρύττεταικηρύσσονται & κηρύττονται
Present-Imperative
Plural
2ndκηρύσσεστε & κηρύττεστε
Present-Participleκηρυσσόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκηρύχτηκα & κηρύχθηκα learn. κηρυχτήκαμε & κηρυχθήκαμε learn.
2ndκηρύχτηκες & κηρύχθηκες learn. κηρυχτήκατε & κηρυχθήκατε learn.
3rdκηρύχτηκε & κηρύχθηκε learn. κηρύχτηκαν & κηρύχθηκαν learn. & κηρυχτήκαν oral. & κηρυχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκηρυχτώ & κηρυχθώ learn. κηρυχτούμε & κηρυχθούμε learn.
2ndκηρυχτείς & κηρυχθείς learn. κηρυχτείτε & κηρυχθείτε learn.
3rdκηρυχτεί & κηρυχθεί learn. κηρυχτούν & κηρυχθούν learn. & κηρυχθούνε learn. & κηρυχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκηρύξουκηρυχτείτε & κηρυχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveκηρυχτεί & κηρυχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκηρυσσόμουν & κηρυττόμουν & κηρυσσόμουνα oral. & κηρυττόμουνα oral. κηρυσσόμασταν & κηρυσσόμαστε & κηρυττόμασταν & κηρυττόμαστε
2ndκηρυσσόσουν & κηρυττόσουν & κηρυσσόσουνα oral. & κηρυττόσουνα oral. κηρυσσόσασταν & κηρυττόσασταν & κηρυσσόσαστε oral. & κηρυττόσαστε oral.
3rdκηρυσσόταν & κηρυττόταν & κηρυσσότανε oral. & κηρυττότανε oral. κηρύσσονταν & κηρύττονταν & κηρυσσόντανε oral. & κηρυσσόντουσαν oral. & κηρυττόντανε oral. & κηρυττόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκηρυγμένος

κηρύττω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκηρύσσω & κηρύττωκηρύσσουμε & κηρύττουμε & κηρύσσομε dial. & κηρύττομε dial.
2ndκηρύσσεις & κηρύττειςκηρύσσετε & κηρύττετε
3rdκηρύσσει & κηρύττεικηρύσσουν & κηρύττουν & κηρύσσουνε oral. & κηρύττουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκήρυσσε & κήρυττεκηρύσσετε & κηρύττετε
Present-Participleκηρύσσοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκήρυξακηρύξαμε
2ndκήρυξεςκηρύξατε
3rdκήρυξεκήρυξαν & κηρύξαν oral. & κηρύξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκηρύξωκηρύξουμε & κηρύξομε dial.
2ndκηρύξειςκηρύξετε
3rdκηρύξεικηρύξουν & κηρύξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκήρυξεκηρύξτε
Simple past-Infinitiveκηρύξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκήρυσσα & κήρυττακηρύσσαμε & κηρύτταμε
2ndκήρυσσες & κήρυττεςκηρύσσατε & κηρύττατε
3rdκήρυσσε & κήρυττεκήρυσσαν & κήρυτταν & κηρύσσαν oral. & κηρύσσανε oral. & κηρύτταν oral. & κηρύττανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκηρύσσομαι & κηρύττομαικηρυσσόμαστε & κηρυττόμαστε
2ndκηρύσσεσαι & κηρύττεσαικηρύσσεστε & κηρύττεστε & κηρυσσόσαστε oral. & κηρυττόσαστε oral.
3rdκηρύσσεται & κηρύττεταικηρύσσονται & κηρύττονται
Present-Imperative
Plural
2ndκηρύσσεστε & κηρύττεστε
Present-Participleκηρυσσόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκηρύχτηκα & κηρύχθηκα learn. κηρυχτήκαμε & κηρυχθήκαμε learn.
2ndκηρύχτηκες & κηρύχθηκες learn. κηρυχτήκατε & κηρυχθήκατε learn.
3rdκηρύχτηκε & κηρύχθηκε learn. κηρύχτηκαν & κηρύχθηκαν learn. & κηρυχτήκαν oral. & κηρυχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκηρυχτώ & κηρυχθώ learn. κηρυχτούμε & κηρυχθούμε learn.
2ndκηρυχτείς & κηρυχθείς learn. κηρυχτείτε & κηρυχθείτε learn.
3rdκηρυχτεί & κηρυχθεί learn. κηρυχτούν & κηρυχθούν learn. & κηρυχθούνε learn. & κηρυχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκηρύξουκηρυχτείτε & κηρυχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveκηρυχτεί & κηρυχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκηρυσσόμουν & κηρυττόμουν & κηρυσσόμουνα oral. & κηρυττόμουνα oral. κηρυσσόμασταν & κηρυσσόμαστε & κηρυττόμασταν & κηρυττόμαστε
2ndκηρυσσόσουν & κηρυττόσουν & κηρυσσόσουνα oral. & κηρυττόσουνα oral. κηρυσσόσασταν & κηρυττόσασταν & κηρυσσόσαστε oral. & κηρυττόσαστε oral.
3rdκηρυσσόταν & κηρυττόταν & κηρυσσότανε oral. & κηρυττότανε oral. κηρύσσονταν & κηρύττονταν & κηρυσσόντανε oral. & κηρυσσόντουσαν oral. & κηρυττόντανε oral. & κηρυττόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκηρυγμένος

Synonyms - Antonyms

κηρύσσω v.

  1. Sανακοινώνω, αναγγέλλω, εξαγγέλλω learn, διακηρύσσω1: Κήρυξαν την έναρξη των αγώνων.
  2. Sανακηρύσσω: Το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο.

9 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.