Lexiscope: καυστικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

καυ-στι-κός

Morphology

καυστικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαυστικόςοικαυστικοί
Genitiveτουκαυστικούτωνκαυστικών
Accusativeτονκαυστικότουςκαυστικούς
Vocative καυστικέ καυστικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαυστικήοικαυστικές
Genitiveτηςκαυστικήςτωνκαυστικών
Accusativeτηνκαυστικήτιςκαυστικές
Vocative καυστική καυστικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαυστικότακαυστικά
Genitiveτουκαυστικούτωνκαυστικών
Accusativeτοκαυστικότακαυστικά
Vocative καυστικό καυστικά

καυστικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαυστικότεροςοικαυστικότεροι
Genitiveτουκαυστικότερουτωνκαυστικότερων
Accusativeτονκαυστικότεροτουςκαυστικότερους
Vocative καυστικότερε καυστικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαυστικότερηοικαυστικότερες
Genitiveτηςκαυστικότερηςτωνκαυστικότερων
Accusativeτηνκαυστικότερητιςκαυστικότερες
Vocative καυστικότερη καυστικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαυστικότεροτακαυστικότερα
Genitiveτουκαυστικότερουτωνκαυστικότερων
Accusativeτοκαυστικότεροτακαυστικότερα
Vocative καυστικότερο καυστικότερα

καυστικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαυστικότατοςοικαυστικότατοι
Genitiveτουκαυστικότατουτωνκαυστικότατων
Accusativeτονκαυστικότατοτουςκαυστικότατους
Vocative καυστικότατε καυστικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαυστικότατηοικαυστικότατες
Genitiveτηςκαυστικότατηςτωνκαυστικότατων
Accusativeτηνκαυστικότατητιςκαυστικότατες
Vocative καυστικότατη καυστικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαυστικότατοτακαυστικότατα
Genitiveτουκαυστικότατουτωνκαυστικότατων
Accusativeτοκαυστικότατοτακαυστικότατα
Vocative καυστικότατο καυστικότατα

Synonyms - Antonyms

καυστικός adj.

Sδηκτικός, τσουχτερός3, αιχμηρός2: καυστικά σχόλια


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.