Lexiscope: κατοχυρώνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-το-χυ-ρώ-νω

Morphology

κατοχυρώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατοχυρώνωκατοχυρώνουμε & κατοχυρώνομε dial.
2ndκατοχυρώνειςκατοχυρώνετε
3rdκατοχυρώνεικατοχυρώνουν & κατοχυρώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκατοχύρωνεκατοχυρώνετε
Present-Participleκατοχυρώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατοχύρωσακατοχυρώσαμε
2ndκατοχύρωσεςκατοχυρώσατε
3rdκατοχύρωσεκατοχύρωσαν & κατοχυρώσαν oral. & κατοχυρώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατοχυρώσωκατοχυρώσουμε & κατοχυρώσομε dial.
2ndκατοχυρώσειςκατοχυρώσετε
3rdκατοχυρώσεικατοχυρώσουν & κατοχυρώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατοχύρωσεκατοχυρώσετε & κατοχυρώστε
Simple past-Infinitiveκατοχυρώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατοχύρωνακατοχυρώναμε
2ndκατοχύρωνεςκατοχυρώνατε
3rdκατοχύρωνεκατοχύρωναν & κατοχυρώναν oral. & κατοχυρώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατοχυρώνομαικατοχυρωνόμαστε
2ndκατοχυρώνεσαικατοχυρώνεστε & κατοχυρωνόσαστε oral.
3rdκατοχυρώνεταικατοχυρώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndκατοχυρώνεστε
Present-Participleκατοχυρούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατοχυρώθηκακατοχυρωθήκαμε
2ndκατοχυρώθηκεςκατοχυρωθήκατε
3rdκατοχυρώθηκεκατοχυρώθηκαν & κατοχυρωθήκαν oral. & κατοχυρωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατοχυρωθώκατοχυρωθούμε
2ndκατοχυρωθείςκατοχυρωθείτε
3rdκατοχυρωθείκατοχυρωθούν & κατοχυρωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατοχυρώσουκατοχυρωθείτε
Simple past-Infinitiveκατοχυρωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατοχυρωνόμουν & κατοχυρωνόμουνα oral. κατοχυρωνόμασταν & κατοχυρωνόμαστε
2ndκατοχυρωνόσουν & κατοχυρωνόσουνα oral. κατοχυρωνόσασταν & κατοχυρωνόσαστε oral.
3rdκατοχυρωνόταν & κατοχυρωνότανε oral. κατοχυρώνονταν & κατοχυρωνόντανε oral. & κατοχυρωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκατοχυρωμένος

Synonyms - Antonyms

κατοχυρώνω v.

Sεξασφαλίζω1: Ο νόμος κατοχυρώνει τα δικαιώματα του καταναλωτή.


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.