Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
κα-το-νο-μά-ζω
Morphology
κατονομάζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονομάζω | κατονομάζουμε & κατονομάζομε dial. |
2nd | κατονομάζεις | κατονομάζετε |
3rd | κατονομάζει | κατονομάζουν & κατονομάζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | κατονόμαζε | κατονομάζετε |
|
Present-Participle | κατονομάζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονόμασα | κατονομάσαμε |
2nd | κατονόμασες | κατονομάσατε |
3rd | κατονόμασε | κατονόμασαν & κατονομάσαν oral. & κατονομάσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | κατονομάσω | κατονομάσουμε & κατονομάσομε dial. |
2nd | κατονομάσεις | κατονομάσετε |
3rd | κατονομάσει | κατονομάσουν & κατονομάσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | κατονόμασε | κατονομάσετε & κατονομάστε |
|
Simple past-Infinitive | κατονομάσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονόμαζα | κατονομάζαμε |
2nd | κατονόμαζες | κατονομάζατε |
3rd | κατονόμαζε | κατονόμαζαν & κατονομάζαν oral. & κατονομάζανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονομάζομαι | κατονομαζόμαστε |
2nd | κατονομάζεσαι | κατονομάζεστε & κατονομαζόσαστε oral. |
3rd | κατονομάζεται | κατονομάζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | κατονομαζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονομάστηκα & κατονομάσθηκα learn. | κατονομαστήκαμε & κατονομασθήκαμε learn. |
2nd | κατονομάστηκες & κατονομάσθηκες learn. | κατονομαστήκατε & κατονομασθήκατε learn. |
3rd | κατονομάστηκε & κατονομάσθηκε learn. | κατονομάστηκαν & κατονομάσθηκαν learn. & κατονομαστήκαν oral. & κατονομαστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | κατονομαστώ & κατονομασθώ learn. | κατονομαστούμε & κατονομασθούμε learn. |
2nd | κατονομαστείς & κατονομασθείς learn. | κατονομαστείτε & κατονομασθείτε learn. |
3rd | κατονομαστεί & κατονομασθεί learn. | κατονομαστούν & κατονομασθούν learn. & κατονομασθούνε learn. & κατονομαστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | κατονομάσου | κατονομαστείτε & κατονομασθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | κατονομαστεί & κατονομασθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | κατονομαζόμουν & κατονομαζόμουνα oral. | κατονομαζόμασταν & κατονομαζόμαστε |
2nd | κατονομαζόσουν & κατονομαζόσουνα oral. | κατονομαζόσασταν & κατονομαζόσαστε oral. |
3rd | κατονομαζόταν & κατονομαζότανε oral. | κατονομάζονταν & κατονομαζόντανε oral. & κατονομαζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | κατονομασμένος |
Synonyms - Antonyms
κατονομάζω v.
- S: ονομάζω2, ονοματίζω2 pop., αναφέρω ονομαστικά
- S: φανερώνω4, μαρτυράω11
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.