Lexiscope: κατηφορικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τη-φο-ρι-κός

Morphology

κατηφορικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκατηφορικόςοικατηφορικοί
Genitiveτουκατηφορικούτωνκατηφορικών
Accusativeτονκατηφορικότουςκατηφορικούς
Vocative κατηφορικέ κατηφορικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκατηφορικήοικατηφορικές
Genitiveτηςκατηφορικήςτωνκατηφορικών
Accusativeτηνκατηφορικήτιςκατηφορικές
Vocative κατηφορική κατηφορικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκατηφορικότακατηφορικά
Genitiveτουκατηφορικούτωνκατηφορικών
Accusativeτοκατηφορικότακατηφορικά
Vocative κατηφορικό κατηφορικά

Synonyms - Antonyms

κατηφορικός adj.

Sκατωφερής learn: κατηφορικός δρόμος Aανηφορικός

Προθήματα - Επιθήματα

κατα- [kata]

κατά- [katá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κατ- [kat-] και κάτ- [kát-] πριν από φωνήεν
καθ- [kaθ-] και κάθ- [káθ-] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση κατά.

1. Προς τα κάτω

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα κάτω. Για παράδειγμα, όταν καταδύομαι βουτάω, βυθίζομαι στο νερό.

κατάβαση

καταχθόνιος, -α, -ο

καταβιβάζω

καταβίβαση

καταρρέω

καταρροή

καταχωνιάζω

κατηφόρα

κατέρχομαι

κατολίσθηση

κατοπτεύω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ανα-* (π.χ. κατέρχομαιανέρχομαι, κατάβασηανάβαση).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το κατα- έχουν μεταφορική σημασία.

καταναγκασμός

καταναγκαστικός, -ή, -ό

καταναγκάζω

καταπίεση

καταπιεστικός, -ή, -ό

καταπιέζω

Το κατα- μπορεί να δηλώνει ότι κάτι μειώνεται, γίνεται λιγότερο οξύ. Για παράδειγμα, το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο.

καταλαγιάζω, καταπραΰνω

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κατα- δηλώνει τοποθέτηση σε σειρά, ταξινόμηση κτλ. Για παράδειγμα, τα δεδομένα καταχωρίζονται στη μνήμη του υπολογιστή.

καταγράφω, καταμετράω/-ώ, κατανέμω, κατατάσσω, καταχωρίζω (και καταχωρώ)

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το κατα- σχηματίζει ρήματα και επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει ή υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όταν καταγοητεύω κάποιον τον γοητεύω πάρα πολύ, ενώ ο καταγάλανος ουρανός είναι πάρα πολύ γαλανός και καθαρός.

καταγάλανος, -η, -ο

καταβυθίζω

κατακαημένος, -η, -ο

καταγοητεύω

κατακαίνουριος, -η, -ο / κατακαίνουργος, -η, -ο

κατακερματίζω

κατακίτρινος, -η, -ο

κατακλέβω

κατακόκκινος, -η, -ο

κατακόβω

κατάλευκος, -η, -ο

κατακοκκινίζω

καταπράσινος, -η, -ο

κατακυριεύω

κάτασπρος, -η, -ο

κατατρομάζω

καταφανής, -ής, -ές

καταχειροκροτώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το κατα- δηλώνει το μέσο ενός χρονικού διαστήματος όταν συνδυάζεται με τις λέξεις καλοκαίρι, μεσημέρι, χειμώνας. Για παράδειγμα, το κατακαλόκαιρο είναι η καρδιά του καλοκαιριού.

κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο

⇨ Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το μεσο-* (π.χ. μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

3. Εναντίον

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή κάτι. Για παράδειγμα, καταψηφίζω μία πρόταση όταν την ψηφίζω αρνητικά.

καταδίκη

καταδικαστικός, -ή, -ό

καταδικάζω

κατάδικος

καταδιωκτικός, -ή, -ό

καταδιώκω

καταδίωξη

κατακριτέος, -α, -ο

κατακρίνω

κατακραυγή

καταπατώ

καταπολέμηση

καταπολεμώ

καταψηφίζω

-φορ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φορώ [foró]

Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.

ανθοφορώ, δυσφορώ, καρποφορώ, κυκλοφορώ, κυοφορώ, οπλοφορώ, παρασημοφορώ, πληροφορώ, τελεσφορώ, τιτλοφορώ

Ουσιαστικά

-φορέας [foréas]

Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.

αερομεταφορέας, επαναφορέας (για σκύλο), μεταφορέας, τραυματιοφορέας, υδροφορέας (γεωλ.)

-φόρηση [fórisi]

Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.

αποσυμφόρηση, ηλεκτροφόρηση (φυσ.), ιοντοφόρηση (ιατρ.), παρασημοφόρηση, πληροφόρηση, συμφόρηση, τελεσφόρηση, τιτλοφόρηση

-φορία [foría]

Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.

αειφορία, ανθοφορία, δυσφορία, ευφορία, καρποφορία, κερδοφορία, κυκλοφορία, κυοφορία, λαμπαδηφορία, οπλοφορία, παρασημοφορία, πικετοφορία, πληροφορία, σταυροφορία, ψηφοφορία

-φορος [foros]

Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.

ανήφορος, κατήφορος, φώσφορος (χημ.)

-φόρος [fóros]

Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.

αγγελιοφόρος, αχθοφόρος, βαθμοφόρος, γενειοφόρος, διοπτροφόρος, δορυφόρος, Εωσφόρος, κονδυλοφόρος, κουκουλοφόρος, μασκοφόρος, μισθοφόρος, οπλοφόρος, ρασοφόρος, ροπαλοφόρος, σημαιοφόρος, σταυροφόρος, τυφεκιοφόρος, ψηφοφόρος

✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.

ζωοφόρος / ζωφόρος (αρχιτ.), λεωφόρος, λουτροφόρος (αρχαιολ.), σκευοφόρος, χοηφόρος

Επίθετα

-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό

Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.

αναφορικός, ανηφορικός, δορυφορικός, κατηφορικός, κυκλοφορικός, μεταφορικός, πληροφορικός, προφορικός

-φορος [foros], -φορη, -φορο

Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.

αδιάφορος, ανυπόφορος, ασύμφορος, ατελέσφορος, δίφορος, εύφορος, παράφορος, πρόσφορος

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).

-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο

Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.

ανθοφόρος, απορριμματοφόρος, ελικοφόρος, ελπιδοφόρος, ηλεκτροφόρος, θανατηφόρος, ιστιοφόρος, καρποφόρος, κερδοφόρος, κωνοφόρος, λαχειοφόρος, μυροφόρος, νικηφόρος, οπωροφόρος, προσοδοφόρος, τροπαιοφόρος, υδροφόρος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).

✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.


9 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.