Lexiscope: καταστρέφω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-στρέ-φω

Morphology

καταστρέφω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαταστρέφωκαταστρέφουμε & καταστρέφομε dial.
2ndκαταστρέφειςκαταστρέφετε
3rdκαταστρέφεικαταστρέφουν & καταστρέφουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκατάστρεφεκαταστρέφετε
Present-Participleκαταστρέφοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατέστρεψα & κατάστρεψα oral. καταστρέψαμε
2ndκατέστρεψες & κατάστρεψες oral. καταστρέψατε
3rdκατέστρεψε & κατάστρεψε oral. κατέστρεψαν & κατάστρεψαν oral. & καταστρέψανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαταστρέψωκαταστρέψουμε & καταστρέψομε dial.
2ndκαταστρέψειςκαταστρέψετε
3rdκαταστρέψεικαταστρέψουν & καταστρέψουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατάστρεψεκαταστρέψετε & καταστρέψτε
Simple past-Infinitiveκαταστρέψει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατέστρεφα & κατάστρεφα oral. καταστρέφαμε
2ndκατέστρεφες & κατάστρεφες oral. καταστρέφατε
3rdκατέστρεφε & κατάστρεφε oral. κατέστρεφαν & κατάστρεφαν oral. & καταστρέφανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαταστρέφομαικαταστρεφόμαστε
2ndκαταστρέφεσαικαταστρέφεστε & καταστρεφόσαστε oral.
3rdκαταστρέφεταικαταστρέφονται
Present-Imperative
Plural
2ndκαταστρέφεστε
Present-Participleκαταστρεφόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαταστράφηκακαταστραφήκαμε
2ndκαταστράφηκεςκαταστραφήκατε
3rdκαταστράφηκε & κατεστρέφη learn. καταστράφηκαν & κατεστρέφησαν learn. & καταστραφήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαταστραφώκαταστραφούμε
2ndκαταστραφείςκαταστραφείτε
3rdκαταστραφείκαταστραφούν & καταστραφούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαταστρέψουκαταστραφείτε
Simple past-Infinitiveκαταστραφεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαταστρεφόμουν & καταστρεφόμουνα oral. καταστρεφόμασταν & καταστρεφόμαστε
2ndκαταστρεφόσουν & καταστρεφόσουνα oral. καταστρεφόσασταν & καταστρεφόσαστε oral.
3rdκαταστρεφόταν & καταστρεφότανε oral. καταστρέφονταν & καταστρεφόντανε oral. & καταστρεφόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκατεστραμμένος

Synonyms - Antonyms

καταστρέφω v.

  1. Sαφανίζω, εξαφανίζω3, αποτελειώνω2: Μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης.
  2. Sαχρηστεύω, χαλάω1: Με την κακή χρήση κατέστρεψε το μηχάνημα.
  3. Sδιαλύω2: Η πεζή πραγματικότητα του κατέστρεψε τα όνειρα.
  4. Sχαντακώνω oral: Με κατέστρεψες με τις συμβουλές σου!

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.