Lexiscope: κατασκευάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-σκευ-ά-ζω

Morphology

κατασκευάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατασκευάζωκατασκευάζουμε & κατασκευάζομε dial.
2ndκατασκευάζειςκατασκευάζετε
3rdκατασκευάζεικατασκευάζουν & κατασκευάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκατασκεύαζεκατασκευάζετε
Present-Participleκατασκευάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατασκεύασακατασκευάσαμε
2ndκατασκεύασεςκατασκευάσατε
3rdκατασκεύασεκατασκεύασαν & κατασκευάσαν oral. & κατασκευάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατασκευάσωκατασκευάσουμε & κατασκευάσομε dial.
2ndκατασκευάσειςκατασκευάσετε
3rdκατασκευάσεικατασκευάσουν & κατασκευάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατασκεύασεκατασκευάσετε & κατασκευάστε
Simple past-Infinitiveκατασκευάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατασκεύαζακατασκευάζαμε
2ndκατασκεύαζεςκατασκευάζατε
3rdκατασκεύαζεκατασκεύαζαν & κατασκευάζαν oral. & κατασκευάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατασκευάζομαικατασκευαζόμαστε
2ndκατασκευάζεσαικατασκευάζεστε & κατασκευαζόσαστε oral.
3rdκατασκευάζεταικατασκευάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndκατασκευάζεστε
Present-Participleκατασκευαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατασκευάστηκα & κατασκευάσθηκα learn. κατασκευαστήκαμε & κατασκευασθήκαμε learn.
2ndκατασκευάστηκες & κατασκευάσθηκες learn. κατασκευαστήκατε & κατασκευασθήκατε learn.
3rdκατασκευάστηκε & κατασκευάσθηκε learn. κατασκευάστηκαν & κατασκευάσθηκαν learn. & κατασκευαστήκαν oral. & κατασκευαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατασκευαστώ & κατασκευασθώ learn. κατασκευαστούμε & κατασκευασθούμε learn.
2ndκατασκευαστείς & κατασκευασθείς learn. κατασκευαστείτε & κατασκευασθείτε learn.
3rdκατασκευαστεί & κατασκευασθεί learn. κατασκευαστούν & κατασκευασθούν learn. & κατασκευασθούνε learn. & κατασκευαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατασκευάσουκατασκευαστείτε & κατασκευασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveκατασκευαστεί & κατασκευασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατασκευαζόμουν & κατασκευαζόμουνα oral. κατασκευαζόμασταν & κατασκευαζόμαστε
2ndκατασκευαζόσουν & κατασκευαζόσουνα oral. κατασκευαζόσασταν & κατασκευαζόσαστε oral.
3rdκατασκευαζόταν & κατασκευαζότανε oral. κατασκευάζονταν & κατασκευαζόντανε oral. & κατασκευαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκατασκευασμένος

Synonyms - Antonyms

κατασκευάζω v.

  1. Sφτιάχνω1 oral, δημιουργώ1
  2. Sοικοδομώ1, χτίζω1, ανεγείρω learn, στήνω2 oral
  3. Sεπινοώ2, σκαρώνω1 oral, πλάθω3, σκαρφίζομαι oral

10 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.