Lexiscope: καταριθμώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-ριθ-μώ

Morphology

καταριθμώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαταριθμώκαταριθμούμε
2ndκαταριθμείςκαταριθμείτε
3rdκαταριθμείκαταριθμούν & καταριθμούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndκαταριθμείτε
Present-Participleκαταριθμώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαταρίθμησακαταριθμήσαμε
2ndκαταρίθμησεςκαταριθμήσατε
3rdκαταρίθμησεκαταρίθμησαν & καταριθμήσαν oral. & καταριθμήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαταριθμήσωκαταριθμήσουμε & καταριθμήσομε dial.
2ndκαταριθμήσειςκαταριθμήσετε
3rdκαταριθμήσεικαταριθμήσουν & καταριθμήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαταρίθμησεκαταριθμήσετε & καταριθμήστε
Simple past-Infinitiveκαταριθμήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαταριθμούσακαταριθμούσαμε
2ndκαταριθμούσεςκαταριθμούσατε
3rdκαταριθμούσεκαταριθμούσαν & καταριθμούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαταριθμούμαικαταριθμούμαστε
2ndκαταριθμείσαικαταριθμείστε
3rdκαταριθμείταικαταριθμούνται
Present-Imperative
Plural
2ndκαταριθμείστε
Present-Participleκαταριθμούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαταριθμήθηκακαταριθμηθήκαμε
2ndκαταριθμήθηκεςκαταριθμηθήκατε
3rdκαταριθμήθηκεκαταριθμήθηκαν & καταριθμηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαταριθμηθώκαταριθμηθούμε
2ndκαταριθμηθείςκαταριθμηθείτε
3rdκαταριθμηθείκαταριθμηθούν & καταριθμηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαταριθμήσουκαταριθμηθείτε
Simple past-Infinitiveκαταριθμηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdκαταριθμούνταν & καταριθμείτο learn. καταριθμούνταν & καταριθμούντο learn.
Present Perfect-Participleκαταριθμημένος

Synonyms - Antonyms

καταριθμώ v.

Sαπαριθμώ, καταμετρώ


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.