Lexiscope: καταπραϋντικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-πρα-ϋ-ντι-κός

Morphology

καταπραϋντικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταπραϋντικόςοικαταπραϋντικοί
Genitiveτουκαταπραϋντικούτωνκαταπραϋντικών
Accusativeτονκαταπραϋντικότουςκαταπραϋντικούς
Vocative καταπραϋντικέ καταπραϋντικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταπραϋντικήοικαταπραϋντικές
Genitiveτηςκαταπραϋντικήςτωνκαταπραϋντικών
Accusativeτηνκαταπραϋντικήτιςκαταπραϋντικές
Vocative καταπραϋντική καταπραϋντικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταπραϋντικότακαταπραϋντικά
Genitiveτουκαταπραϋντικούτωνκαταπραϋντικών
Accusativeτοκαταπραϋντικότακαταπραϋντικά
Vocative καταπραϋντικό καταπραϋντικά

καταπραϋντικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταπραϋντικότεροςοικαταπραϋντικότεροι
Genitiveτουκαταπραϋντικότερουτωνκαταπραϋντικότερων
Accusativeτονκαταπραϋντικότεροτουςκαταπραϋντικότερους
Vocative καταπραϋντικότερε καταπραϋντικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταπραϋντικότερηοικαταπραϋντικότερες
Genitiveτηςκαταπραϋντικότερηςτωνκαταπραϋντικότερων
Accusativeτηνκαταπραϋντικότερητιςκαταπραϋντικότερες
Vocative καταπραϋντικότερη καταπραϋντικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταπραϋντικότεροτακαταπραϋντικότερα
Genitiveτουκαταπραϋντικότερουτωνκαταπραϋντικότερων
Accusativeτοκαταπραϋντικότεροτακαταπραϋντικότερα
Vocative καταπραϋντικότερο καταπραϋντικότερα

καταπραϋντικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταπραϋντικότατοςοικαταπραϋντικότατοι
Genitiveτουκαταπραϋντικότατουτωνκαταπραϋντικότατων
Accusativeτονκαταπραϋντικότατοτουςκαταπραϋντικότατους
Vocative καταπραϋντικότατε καταπραϋντικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταπραϋντικότατηοικαταπραϋντικότατες
Genitiveτηςκαταπραϋντικότατηςτωνκαταπραϋντικότατων
Accusativeτηνκαταπραϋντικότατητιςκαταπραϋντικότατες
Vocative καταπραϋντικότατη καταπραϋντικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταπραϋντικότατοτακαταπραϋντικότατα
Genitiveτουκαταπραϋντικότατουτωνκαταπραϋντικότατων
Accusativeτοκαταπραϋντικότατοτακαταπραϋντικότατα
Vocative καταπραϋντικότατο καταπραϋντικότατα

Synonyms - Antonyms

καταπραϋντικός adj.

Sηρεμιστικός, κατευναστικός, ανακουφιστικός1, αναλγητικός


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.