Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
κα-τα-νο-η-τός
Morphology
κατανοητός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | κατανοητός | οι | κατανοητοί |
Genitive | του | κατανοητού | των | κατανοητών |
Accusative | τον | κατανοητό | τους | κατανοητούς |
Vocative | | κατανοητέ | | κατανοητοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | κατανοητή | οι | κατανοητές |
Genitive | της | κατανοητής | των | κατανοητών |
Accusative | την | κατανοητή | τις | κατανοητές |
Vocative | | κατανοητή | | κατανοητές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | κατανοητό | τα | κατανοητά |
Genitive | του | κατανοητού | των | κατανοητών |
Accusative | το | κατανοητό | τα | κατανοητά |
Vocative | | κατανοητό | | κατανοητά |
|
κατανοητότατος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | κατανοητότατος & κατανοητότερος | οι | κατανοητότατοι & κατανοητότεροι |
Genitive | του | κατανοητότατου & κατανοητότερου | των | κατανοητότατων & κατανοητότερων |
Accusative | τον | κατανοητότατο & κατανοητότερο | τους | κατανοητότατους & κατανοητότερους |
Vocative | | κατανοητότατε & κατανοητότερε | | κατανοητότατοι & κατανοητότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | κατανοητότατη & κατανοητότερη | οι | κατανοητότατες & κατανοητότερες |
Genitive | της | κατανοητότατης & κατανοητότερης | των | κατανοητότατων & κατανοητότερων |
Accusative | την | κατανοητότατη & κατανοητότερη | τις | κατανοητότατες & κατανοητότερες |
Vocative | | κατανοητότατη & κατανοητότερη | | κατανοητότατες & κατανοητότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | κατανοητότατο & κατανοητότερο | τα | κατανοητότατα & κατανοητότερα |
Genitive | του | κατανοητότατου & κατανοητότερου | των | κατανοητότατων & κατανοητότερων |
Accusative | το | κατανοητότατο & κατανοητότερο | τα | κατανοητότατα & κατανοητότερα |
Vocative | | κατανοητότατο & κατανοητότερο | | κατανοητότατα & κατανοητότερα |
|
Synonyms - Antonyms
κατανοητός adj.
S: εύληπτος2, καταληπτός, ευκολονόητος: Τα λόγια σου είναι κατανοητά. A: ακατανόητος
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.