Lexiscope: καταμεσήμερο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-με-σή-με-ρο

Morphology

καταμεσήμερο n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοκαταμεσήμεροτακαταμεσήμερα
Genitiveτουκαταμεσήμερουτωνκαταμεσήμερων
Accusativeτοκαταμεσήμεροτακαταμεσήμερα
Vocative καταμεσήμερο καταμεσήμερα

Synonyms - Antonyms

καταμεσήμερο n.

Sντάλα μεσημέρι oral

Προθήματα - Επιθήματα

κατα- [kata]

κατά- [katá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κατ- [kat-] και κάτ- [kát-] πριν από φωνήεν
καθ- [kaθ-] και κάθ- [káθ-] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση κατά.

1. Προς τα κάτω

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα κάτω. Για παράδειγμα, όταν καταδύομαι βουτάω, βυθίζομαι στο νερό.

κατάβαση

καταχθόνιος, -α, -ο

καταβιβάζω

καταβίβαση

καταρρέω

καταρροή

καταχωνιάζω

κατηφόρα

κατέρχομαι

κατολίσθηση

κατοπτεύω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ανα-* (π.χ. κατέρχομαιανέρχομαι, κατάβασηανάβαση).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το κατα- έχουν μεταφορική σημασία.

καταναγκασμός

καταναγκαστικός, -ή, -ό

καταναγκάζω

καταπίεση

καταπιεστικός, -ή, -ό

καταπιέζω

Το κατα- μπορεί να δηλώνει ότι κάτι μειώνεται, γίνεται λιγότερο οξύ. Για παράδειγμα, το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο.

καταλαγιάζω, καταπραΰνω

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κατα- δηλώνει τοποθέτηση σε σειρά, ταξινόμηση κτλ. Για παράδειγμα, τα δεδομένα καταχωρίζονται στη μνήμη του υπολογιστή.

καταγράφω, καταμετράω/-ώ, κατανέμω, κατατάσσω, καταχωρίζω (και καταχωρώ)

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το κατα- σχηματίζει ρήματα και επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει ή υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όταν καταγοητεύω κάποιον τον γοητεύω πάρα πολύ, ενώ ο καταγάλανος ουρανός είναι πάρα πολύ γαλανός και καθαρός.

καταγάλανος, -η, -ο

καταβυθίζω

κατακαημένος, -η, -ο

καταγοητεύω

κατακαίνουριος, -η, -ο / κατακαίνουργος, -η, -ο

κατακερματίζω

κατακίτρινος, -η, -ο

κατακλέβω

κατακόκκινος, -η, -ο

κατακόβω

κατάλευκος, -η, -ο

κατακοκκινίζω

καταπράσινος, -η, -ο

κατακυριεύω

κάτασπρος, -η, -ο

κατατρομάζω

καταφανής, -ής, -ές

καταχειροκροτώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το κατα- δηλώνει το μέσο ενός χρονικού διαστήματος όταν συνδυάζεται με τις λέξεις καλοκαίρι, μεσημέρι, χειμώνας. Για παράδειγμα, το κατακαλόκαιρο είναι η καρδιά του καλοκαιριού.

κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο

⇨ Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το μεσο-* (π.χ. μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

3. Εναντίον

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή κάτι. Για παράδειγμα, καταψηφίζω μία πρόταση όταν την ψηφίζω αρνητικά.

καταδίκη

καταδικαστικός, -ή, -ό

καταδικάζω

κατάδικος

καταδιωκτικός, -ή, -ό

καταδιώκω

καταδίωξη

κατακριτέος, -α, -ο

κατακρίνω

κατακραυγή

καταπατώ

καταπολέμηση

καταπολεμώ

καταψηφίζω

μεσο- [meso]

μεσό- [mesó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μεσ- [mes] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο μέσος.

1. Στη μέση, στο ενδιάμεσο

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στη μέση ενός χώρου ή ενός άξονα ή ενδιάμεσα σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, η μεσοτοιχία είναι ο τοίχος που χωρίζει δύο διαμερίσματα.

μεσοπάτωμα

μεσίστιος, -α, -ο

μεσολαβώ

μεσοστρατίς

μεσοτοιχία

μεσόγειος, -α, -ο

μεσουρανίς

μεσόφρυδο

μεσόκοπος, -η, -ο

μεσοχρονίς

μεσοπλανητικός, -ή, -ό

μεσοποτάμιος, -α, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το μεσο- σχηματίζει όρους της ανατομίας.

μεσεγκέφαλος

μεσοβρεγματικός, -ή, -ό

μεσογάστριο

μεσοδοντικός, -ή, -ό

μεσοθώρακας

μεσοθωρακικός, -ή, -ό

μεσοκάρπιο

μεσοκυττάριος, -α, -ο

μεσοκνήμιο

μεσοσπονδύλιος, -α, -ο

Ορισμένες λέξεις με το μεσο- δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται στο εσωτερικό, από μέσα.

μεσόπορτα, μεσοφόρι

✔ Για τους παράλληλους τύπους όπως μεσοφόρι/μισοφόρι βλ. μισο-*.

2. Μέσο μιας χρονικής περιόδου

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το μέσο μιας χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, το μεσοχείμωνο είναι η καρδιά του χειμώνα· ο μεσήλικας βρίσκεται σε μέση ηλικία, δηλαδή δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος.

μεσήλικας

μεσήλικος, -η, -ο

μεσοβδόμαδα

μεσημέρι

μεσοκαλόκαιρο

μεσονύχτι

μεσοσαράκοστο

μεσοχείμωνο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία. Για παράδειγμα, μεσοπόλεμος λέγεται η χρονική περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους.

μεσοβασιλεία, μεσοπόλεμος

✔ Η λέξη Μεσαίωνας (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό Moyen âge) δηλώνει την ιστορική περίοδο από τον 5ο ως το 15ο αιώνα.

(επιστημ.) Το μεσο- σχηματίζει λέξεις της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της γεωλογίας, που δηλώνουν τη μέση φάση μιας εξέλιξης. Για παράδειγμα, ο μεσοκυκλαδικός πολιτισμός είναι η μέση φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, μετά τον πρωτοκυκλαδικό και πριν από τον υστεροκυκλαδικό.

μεσοβυζαντινός, -ή, -ό, μεσοελλαδικός, -ή, -ό, μεσοζωικός, -ή, -ό, μεσοκυκλαδικός, -ή, -ό, μεσολιθικός, -ή, -ό, μεσομινωικός, -ή, -ό

✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.

3. Μεσαία κλίμακα

Το μεσο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη μεσαία φάση μιας κλίμακας ή διαβάθμισης. Για παράδειγμα, η μεσόφωνος τραγουδάει σε μεσαία κλίμακα δηλαδή ανάμεσα στη σοπράνο (υψίφωνο) και την κοντράλτο, ενώ όταν θέτουμε ένα μεσοπρόθεσμο στόχο (δηλαδή ούτε βραχυπρόθεσμο ούτε μακροπρόθεσμο) ελπίζουμε να τον πετύχουμε σύντομα, αλλά όχι πολύ άμεσα.

μεσόκλιμα

μεσοπρόθεσμος, -η, -ο

μεσόφωνος

▶ Λέξεις με μεσο- προέρχονται από φράσεις που μετατρέπονται σε ουσιαστικά ή/και επίθετα, όπως μεσανατολικός, -ή, -ό (< Μέση Ανατολή).


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.