Lexiscope: κατάλογος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τά-λο-γος

Morphology

κατάλογος n. masc.

SingularPlural
Nominativeοκατάλογοςοικατάλογοι
Genitiveτουκατάλογου & καταλόγου learn. τωνκατάλογων & καταλόγων learn.
Accusativeτονκατάλογοτουςκατάλογους & καταλόγους learn.
Vocative κατάλογε κατάλογοι

καταλογάκι n. neut. dim.

SingularPlural
Nominativeτοκαταλογάκιτακαταλογάκια
Genitive------
Accusativeτοκαταλογάκιτακαταλογάκια
Vocative καταλογάκι καταλογάκια

Synonyms - Antonyms

κατάλογος n.

  1. Sλίστα, κατάσταση5: ο κατάλογος των καλεσμένων
  2. Sμενού, τιμοκατάλογος, εδεσματολόγιο learn: ο κατάλογος του εστιατορίου
  3. Sευρετήριο, ίντεξ

Προθήματα - Επιθήματα

κατα- [kata]

κατά- [katá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κατ- [kat-] και κάτ- [kát-] πριν από φωνήεν
καθ- [kaθ-] και κάθ- [káθ-] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση κατά.

1. Προς τα κάτω

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα κάτω. Για παράδειγμα, όταν καταδύομαι βουτάω, βυθίζομαι στο νερό.

κατάβαση

καταχθόνιος, -α, -ο

καταβιβάζω

καταβίβαση

καταρρέω

καταρροή

καταχωνιάζω

κατηφόρα

κατέρχομαι

κατολίσθηση

κατοπτεύω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ανα-* (π.χ. κατέρχομαιανέρχομαι, κατάβασηανάβαση).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το κατα- έχουν μεταφορική σημασία.

καταναγκασμός

καταναγκαστικός, -ή, -ό

καταναγκάζω

καταπίεση

καταπιεστικός, -ή, -ό

καταπιέζω

Το κατα- μπορεί να δηλώνει ότι κάτι μειώνεται, γίνεται λιγότερο οξύ. Για παράδειγμα, το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο.

καταλαγιάζω, καταπραΰνω

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κατα- δηλώνει τοποθέτηση σε σειρά, ταξινόμηση κτλ. Για παράδειγμα, τα δεδομένα καταχωρίζονται στη μνήμη του υπολογιστή.

καταγράφω, καταμετράω/-ώ, κατανέμω, κατατάσσω, καταχωρίζω (και καταχωρώ)

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το κατα- σχηματίζει ρήματα και επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει ή υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όταν καταγοητεύω κάποιον τον γοητεύω πάρα πολύ, ενώ ο καταγάλανος ουρανός είναι πάρα πολύ γαλανός και καθαρός.

καταγάλανος, -η, -ο

καταβυθίζω

κατακαημένος, -η, -ο

καταγοητεύω

κατακαίνουριος, -η, -ο / κατακαίνουργος, -η, -ο

κατακερματίζω

κατακίτρινος, -η, -ο

κατακλέβω

κατακόκκινος, -η, -ο

κατακόβω

κατάλευκος, -η, -ο

κατακοκκινίζω

καταπράσινος, -η, -ο

κατακυριεύω

κάτασπρος, -η, -ο

κατατρομάζω

καταφανής, -ής, -ές

καταχειροκροτώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το κατα- δηλώνει το μέσο ενός χρονικού διαστήματος όταν συνδυάζεται με τις λέξεις καλοκαίρι, μεσημέρι, χειμώνας. Για παράδειγμα, το κατακαλόκαιρο είναι η καρδιά του καλοκαιριού.

κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο

⇨ Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το μεσο-* (π.χ. μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

3. Εναντίον

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή κάτι. Για παράδειγμα, καταψηφίζω μία πρόταση όταν την ψηφίζω αρνητικά.

καταδίκη

καταδικαστικός, -ή, -ό

καταδικάζω

κατάδικος

καταδιωκτικός, -ή, -ό

καταδιώκω

καταδίωξη

κατακριτέος, -α, -ο

κατακρίνω

κατακραυγή

καταπατώ

καταπολέμηση

καταπολεμώ

καταψηφίζω

-λογ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -λογ- αναφέρονται στην έκφραση λόγου, γνώμης και σκέψης ή στη συλλογή, συγκέντρωση πραγμάτων.Το συστατικό -λογ- προέρχεται από το ρήμα λέγω, το οποίο έχει δύο σημασίες: 1. λέω, εκφράζω 2. μαζεύω, συλλέγω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-λογάω [loγáo]

Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λόγου που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ότι τραβολογάμε κάποιον όταν τον τραβάμε ξανά και ξανά με τρόπο που τον κουράζει ή τον εκνευρίζει.

κορφολογάω, μαδολογάω, παντρολογάω, τραβολογάω, τσιμπολογάω, χαζολογάω, χαϊδολογάω

-λογώ [loγó]

Τα περισσότερα ρήματα σε -λογώ αναφέρονται στην έκφραση μέσω του λόγου. Για παράδειγμα, όταν επιχειρηματολογούμε σχετικά με κάποιο θέμα εκφράζουμε τα επιχειρήματά μας πάνω σε αυτό· όταν κακολογούμε κάποιον μιλάμε σε βάρος του.

αισχρολογώ, αιτιολογώ, ακριβολογώ, αοριστολογώ, αστειολογώ, δευτερολογώ, δικαιολογώ, επιχειρηματολογώ, ηθικολογώ, θριαμβολογώ, κακολογώ, κινδυνολογώ, λασπολογώ, ομολογώ, παλιλλογώ, πιθανολογώ, πολιτικολογώ, σοβαρολογώ, χαριτολογώ, ψευδολογώ, ψυχολογώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Λιγότερα είναι τα ρήματα σε -λογώ που αναφέρονται στη συλλογή, συγκέντρωση. Για παράδειγμα, όταν κανείς στρατολογεί κάποιον τον κατατάσσει στο στρατιωτικό σώμα.

λημματολογώ, ναυτολογώ, νηολογώ, στρατολογώ

Τα ρήματα σε -λογώ μπορεί να έχουν και άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, όταν κρυολογούμε παθαίνουμε κρυολόγημα· όταν πληκτρολογούμε ένα κείμενο το γράφουμε σε υπολογιστή πατώντας τα πλήκτρα· όταν το κράτος φορολογεί ένα προϊόν επιβάλλει το φόρο που του αναλογεί.

αξιολογώ, βαθμολογώ, δρομολογώ, ετυμολογώ, κοστολογώ, κρυολογώ, πληκτρολογώ, τιμολογώ, φορολογώ, χρονολογώ

✔ Δεν έχουν ενεργητική φωνή τα ρήματα απολογούμαι και φημολογείται (μόνο στο γ' πρόσωπο).

⇨ Με τη σημασία «λέγω» συναντούμε και κάποια λίγα ρήματα που τελειώνουν σε -λεκτώ, όπως κυριολεκτώ, ακυριολεκτώ (και σπανιότερα ακυρολεκτώ).

Ουσιαστικά

-λόγηση [lójisi]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε εξομολόγηση σε κάποιον του λέμε εμπιστευτικά τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μας· η συνθηκολόγηση είναι η συμφωνία (συνθήκη) μεταξύ νικητή και ηττημένου με την οποία τερματίζεται ένας πόλεμος.

αιτιολόγηση, ανθολόγηση, αξιολόγηση, βαθμολόγηση, εξομολόγηση, πληκτρολόγηση, σταχυολόγηση, συναρμολόγηση, συνθηκολόγηση, τιμολόγηση, φορολόγηση, χρονολόγηση

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Για παράδειγμα, η στρατολόγηση κάποιου είναι η κατάταξή του στο στρατιωτικό σώμα.

λημματολόγηση, ναυτολόγηση, νηολόγηση, στρατολόγηση

-λογία [lojía]

Για παράδειγμα, η ψευδολογία είναι η ενέργεια του να λέω ψέματα· οι περιττολογίες είναι οι περιττές κουβέντες· η σκανδαλολογία είναι η έντονη συζήτηση γύρω από πιθανά σκάνδαλα.

αιτιολογία, αναλογία, ανεκδοτολογία, αοριστολογία, απολογία, αστειολογία, βαθμολογία, δικαιολογία, εικοτολογία, επιχειρηματολογία, θεολογία, κακολογία, καλλιλογία, κινδυνολογία, μεθοδολογία, μορφολογία, ονοματολογία, περιττολογία, πιθανολογία, πολυλογία, σκανδαλολογία, στρατολογία, τριλογία, τροπολογία, χρονολογία, χυδαιολογία, ψευδολογία, ψυχοπαθολογία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Πολλές λέξεις σε -λογία αναφέρονται σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο. Για παράδειγμα, η γλωσσολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα γλωσσικά φαινόμενα· η ζωολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων.

ακτινολογία, αναισθησιολογία, αρχαιολογία, βιολογία, βυζαντινολογία, γεωλογία, γλωσσολογία, διαιτολογία, δραματολογία, εθνολογία, επιδημιολογία, ζωολογία, θεατρολογία, κοινωνιολογία, μετεωρολογία, μουσικολογία, νευρολογία, οικολογία, οφθαλμολογία, παθολογία, ποινικολογία, σεισμολογία, σπηλαιολογία, φιλολογία, φυτολογία, ψυχολογία

✔ Σπάνια, στον προφορικό λόγο, συναντούμε το -λογία και ως -λογιά.

κακολογιά, πολυλογιά

✔ Κάποιες λέξεις σε -λογιά αναφέρονται σε σύνολο ανθρώπων. Για παράδειγμα, η φτωχολογιά είναι το σύνολο των φτωχών ανθρώπων.

τουρκολογιά, φτωχολογιά

-λόγιο [lójio]

Για παράδειγμα, στο απουσιολόγιο καταγράφονται τα ονόματα όσων απουσιάζουν από το μάθημα· το δρομολόγιο ενός τρένου είναι η προγραμματισμένη αναχώρησή του προς ορισμένο προορισμό αλλά και η καθορισμένη διαδρομή που ακολουθεί.

αναλόγιο, απουσιολόγιο, βαθμολόγιο, δειγματολόγιο, δημοτολόγιο, δρομολόγιο, εορτολόγιο, ερωτηματολόγιο, ημερολόγιο, κοστολόγιο, κτηματολόγιο, λεξιλόγιο, λημματολόγιο, ναυτολόγιο, νηολόγιο, πελατολόγιο, πληκτρολόγιο, συνταγολόγιο, τιμολόγιο, φρασεολόγιο, φυτολόγιο, χρωματολόγιο

-λογο [loγo]

Για παράδειγμα, όταν κάποιος μιλάει με μισόλογα δε λέει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει, μασάει τα λόγια του.

βρομόλογο, γλυκόλογο, ερωτόλογο, μισόλογα (στον πληθ.), προστυχόλογο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, το ομόλογο είναι χρηματιστηριακός τίτλος (είδος μετοχής) που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται στον κάτοχό του μετά τη λήξη του δανείου στην ονομαστική του τιμή.

ευρωομόλογο, ομόλογο

-λογος [loγos]

Για παράδειγμα, ο διάλογος είναι συζήτηση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων γύρω από ένα θέμα· ο πρόλογος είναι το εισαγωγικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας· ο σύλλογος είναι ομάδα ανθρώπων με κοινό στόχο και δράση. Κάποιες λέξεις σε -λογος αναφέρονται σε πρόσωπα (φιλόλογος, δωσίλογος).

αντίλογος, δεκάλογος, διάλογος, δωσίλογος, επίλογος, κατάλογος, μονόλογος, πρόλογος, σύλλογος, τιμοκατάλογος, φιλόλογος

-λόγος [lóγos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο ηθικολόγος είναι αυτός που ηθικολογεί, που κρίνει πολύ αυστηρά τις πράξεις των άλλων με βάση την ηθκή· ο απουσιολόγος είναι ο υπεύθυνος για την καταγραφή του απουσιολογίου.

ανεκδοτολόγος, απουσιολόγος, ηθικολόγος, ναυτολόγος, στρατολόγος, ψευδολόγος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Λέξεις σε -λόγος αναφέρονται σε ειδικό επιστήμονα. Για παράδειγμα, ο γλωσσολόγος είναι ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γλωσσολογία· ο παθολόγος είναι ο γιατρός που ασκεί τη γενική ιατρική.

ακτινολόγος, αναισθησιολόγος, αρχαιολόγος, βιολόγος, βυζαντινολόγος, γεωλόγος, γλωσσολόγος, γυναικολόγος, δερματολόγος, διαιτολόγος, εθνολόγος, ζωολόγος, θεατρολόγος, θεολόγος, κοινωνιολόγος, μετεωρολόγος, μουσικολόγος, νευρολόγος, οικολόγος, οικονομολόγος, οφθαλμολόγος, παθολόγος, ποινικολόγος, σεισμολόγος, σπηλαιολόγος, φυτολόγος, ψυχολόγος

-λόι [lói]

Στον προφορικό λόγο, λέξεις με βʹ συστατικό -λόι δηλώνουν ένα σύνολο όμοιων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, το συγγενολόι είναι το σύνολο των συγγενών. Κάποιες άλλες λέξεις δηλώνουν απλώς αντικείμενα (π.χ. ρολόι, κομπολόι).

αρχοντολόι, κομπολόι, κουβεντολόι, μοιρολόι, παπαδολόι, ρολόι, σκυλολόι, συγγενολόι

Επίθετα

-λόγητος [lójitos], -λόγητη, -λόγητο

Για παράδειγμα, ασυναρμολόγητο είναι κάτι που δεν το έχουν ακόμη συναρμολογήσει.

αβαθμολόγητος, αδασμολόγητος, αδικαιολόγητος, ασυναρμολόγητος, αχρονολόγητος

✔ Αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-λογικός [lojikós], -λογική, -λογικό

Για παράδειγμα, μια αοριστολογική ομιλία χαρακτηρίζεται από αοριστολογία· μια κοινωνιολογική έρευνα σχετίζεται με την κοινωνιολογία· ένα στρατολογικό έγγραφο σχετίζεται με τη στρατολογία.

αιματολογικός, ανεκδοτολογικός, ανθρωπολογικός, αοριστολογικός, βαθμολογικός, βοτανολογικός, γλωσσολογικός, εγκληματολογικός, εθνολογικός, ηθικολογικός, ηλεκτρολογικός, θεολογικός, καρδιολογικός, κοινωνιολογικός, μικροβιολογικός, μουσικολογικός, οικολογικός, οικονομολογικός, οφθαλμολογικός, πιθανολογικός, σεισμολογικός, σκανδαλολογικός, στρατολογικός, φρασεολογικός, χρονολογικός, ψυχολογικός

-λογος [loγos], -λογη, -λογο

Για παράδειγμα, αξιόλογο είναι κάτι που είναι άξιο λόγου, δηλαδή ιδιαίτερα καλό ή σημαντικό· κάποιος που είναι ετοιμόλογος δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις.

αξιόλογος, γενικόλογος, γλυκόλογος, έλλογος, ετοιμόλογος, εύλογος, λιγόλογος, παράλογος, πολύλογος

-λόγος [lóγos], -λόγος/-λόγα, -λόγο

Για παράδειγμα, ο ακριβολόγος είναι αυτός που ακριβολογεί· ο συμφεροντολόγος είναι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.

αισχρολόγος, ακριβολόγος, καυχησιολόγος, κινδυνολόγος, λεπτολόγος, παραδοξολόγος, περιαυτολόγος, προχειρολόγος, συμφεροντολόγος, χυδαιολόγος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. ψευδολόγος, συμφεροντολόγος).


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.