Lexiscope: καλό

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-λό

Morphology

καλό n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοκαλότακαλά
Genitiveτουκαλούτωνκαλών
Accusativeτοκαλότακαλά
Vocative καλό καλά

καλός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαλόςοικαλοί
Genitiveτουκαλούτωνκαλών
Accusativeτονκαλότουςκαλούς
Vocative καλέ καλοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαλήοικαλές
Genitiveτηςκαλήςτωνκαλών
Accusativeτηνκαλήτιςκαλές
Vocative καλή καλές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαλότακαλά
Genitiveτουκαλούτωνκαλών
Accusativeτοκαλότακαλά
Vocative καλό καλά

καλύτερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαλύτεροςοικαλύτεροι
Genitiveτουκαλύτερουτωνκαλύτερων
Accusativeτονκαλύτεροτουςκαλύτερους
Vocative καλύτερε καλύτεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαλύτερηοικαλύτερες
Genitiveτηςκαλύτερηςτωνκαλύτερων
Accusativeτηνκαλύτερητιςκαλύτερες
Vocative καλύτερη καλύτερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαλύτεροτακαλύτερα
Genitiveτουκαλύτερουτωνκαλύτερων
Accusativeτοκαλύτεροτακαλύτερα
Vocative καλύτερο καλύτερα

Synonyms - Antonyms

καλό n.

  1. Sαγαθό1, αρετή1, ηθικότητα: Ταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Aκακό1
  2. Sπροτέρημα1: Κάθε άνθρωπος έχει τα καλά του και τα κακά του. Aελάττωμα1
  3. Sευεργεσία, αγαθοεργία: Κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό.
  4. Sευτυχία1, ευδαιμονία1: Θέλω το καλό σου.

καλά

  1. Sαγαθά, οφέλη: τα καλά της τεχνολογίας Aκακά
  2. Sγιορτινά: Φόρεσε τα καλά της.

EXPR: παίρνω με το καλό, πιάνω με το καλό


καλός adj.

  1. Sαγαθός1, καλόκαρδος Aμοχθηρός, κακός1
  2. Sηθικός1 Aανήθικος
  3. Sευχάριστος: καλά νέα Aδυσάρεστος2
  4. Sχρήσιμος, ωφέλιμος: καλή συμβουλή Aβλαβερός
  5. Sαποδοτικός, συμφέρων learn: καλή επένδυση
  6. Sεύστοχος: καλή βολή Aάστοχος1
  7. Sευνοϊκός1: καλός καιρός για ταξίδι Aδυσμενής2 learn
  8. Sευεργετικός: φάρμακο καλό για το λαιμό
  9. Sθετικός6: καλές κριτικές
  10. Sικανοποιητικός2, επαρκής1: καλό μεροκάματο
  11. Sκατάλληλος1: καλή δικαιολογία Aακατάλληλος1
  12. Sσωστός1: καλή ιδέα Aλαθεμένος
  13. Sικανός1: καλός οδηγός Aανίκανος1, άχρηστος2
  14. Sδυνατός4, γερός4: καλή μαθήτρια Aαδύνατος4
  15. Sωραίος4: καλό βιβλίο Aκακός11
  16. Sεπίσημος3: τα καλά μου παπούτσια A: πρόχειρος, καθημερινός2
  17. Sευγενής1, αριστοκρατικός1: καλό σόι

EXPR: βλέπω με καλό μάτι


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.