Lexiscope: καλλωπίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

καλ-λω-πί-ζω

Morphology

καλλωπίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαλλωπίζωκαλλωπίζουμε & καλλωπίζομε dial.
2ndκαλλωπίζειςκαλλωπίζετε
3rdκαλλωπίζεικαλλωπίζουν & καλλωπίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκαλλώπιζεκαλλωπίζετε
Present-Participleκαλλωπίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαλλώπισακαλλωπίσαμε
2ndκαλλώπισεςκαλλωπίσατε
3rdκαλλώπισεκαλλώπισαν & καλλωπίσαν oral. & καλλωπίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαλλωπίσωκαλλωπίσουμε & καλλωπίσομε dial.
2ndκαλλωπίσειςκαλλωπίσετε
3rdκαλλωπίσεικαλλωπίσουν & καλλωπίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαλλώπισεκαλλωπίσετε & καλλωπίστε
Simple past-Infinitiveκαλλωπίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαλλώπιζακαλλωπίζαμε
2ndκαλλώπιζεςκαλλωπίζατε
3rdκαλλώπιζεκαλλώπιζαν & καλλωπίζαν oral. & καλλωπίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαλλωπίζομαικαλλωπιζόμαστε
2ndκαλλωπίζεσαικαλλωπίζεστε & καλλωπιζόσαστε oral.
3rdκαλλωπίζεταικαλλωπίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndκαλλωπίζεστε
Present-Participleκαλλωπιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαλλωπίστηκα & καλλωπίσθηκα learn. καλλωπιστήκαμε & καλλωπισθήκαμε learn.
2ndκαλλωπίστηκες & καλλωπίσθηκες learn. καλλωπιστήκατε & καλλωπισθήκατε learn.
3rdκαλλωπίστηκε & καλλωπίσθηκε learn. καλλωπίστηκαν & καλλωπίσθηκαν learn. & καλλωπιστήκαν oral. & καλλωπιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαλλωπιστώ & καλλωπισθώ learn. καλλωπιστούμε & καλλωπισθούμε learn.
2ndκαλλωπιστείς & καλλωπισθείς learn. καλλωπιστείτε & καλλωπισθείτε learn.
3rdκαλλωπιστεί & καλλωπισθεί learn. καλλωπιστούν & καλλωπισθούν learn. & καλλωπισθούνε learn. & καλλωπιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαλλωπίσουκαλλωπιστείτε & καλλωπισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveκαλλωπιστεί & καλλωπισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαλλωπιζόμουν & καλλωπιζόμουνα oral. καλλωπιζόμασταν & καλλωπιζόμαστε
2ndκαλλωπιζόσουν & καλλωπιζόσουνα oral. καλλωπιζόσασταν & καλλωπιζόσαστε oral.
3rdκαλλωπιζόταν & καλλωπιζότανε oral. καλλωπίζονταν & καλλωπιζόντανε oral. & καλλωπιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκαλλωπισμένος

Synonyms - Antonyms

καλλωπίζω v.

  1. Sομορφαίνω
  2. Sμακιγιάρω, φτιασιδώνω pop.

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.