Lexiscope: καλλιτέχνης

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

καλ-λι-τέ-χνης

Morphology

καλλιτέχνης n. masc.

SingularPlural
Nominativeοκαλλιτέχνηςοικαλλιτέχνες
Genitiveτουκαλλιτέχνητωνκαλλιτεχνών
Accusativeτονκαλλιτέχνητουςκαλλιτέχνες
Vocative καλλιτέχνη καλλιτέχνες

καλλιτέχνιδα n. fem.

SingularPlural
Nominativeηκαλλιτέχνιδα & καλλιτέχνιςοικαλλιτέχνιδες
Genitiveτηςκαλλιτέχνιδαςτωνκαλλιτέχνιδων
Accusativeτηνκαλλιτέχνιδατιςκαλλιτέχνιδες
Vocative καλλιτέχνιδα & καλλιτέχνις καλλιτέχνιδες

Synonyms - Antonyms

καλλιτέχνης n.

  1. Sαρτίστας, δημιουργός2
  2. Sδεξιοτέχνης2, αριστοτέχνης

Προθήματα - Επιθήματα

καλλι- [kali]

καλλί- [kalí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο καλός (= όμορφος).

1. Ωραίο

Το καλλι- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει την ιδιότητα του ωραίου. Για παράδειγμα, ο καλλίφωνος είναι αυτός που έχει ωραία φωνή.

καλλιγραφία

καλλίγραμμος, -η, -ο

καλλιγράφος

καλλιγραφικός, -ή, -ό

καλλιέπεια

καλλιεπής, -ής, -ές (= που μιλάει ωραία)

καλλιλογία

καλλικέλαδος, -η, -ο (= που τραγουδάει ωραία)

καλλιτέχνημα

καλλιμάρμαρος, -η, -ο

καλλιτέχνης

καλλίπυγος, -η, -ο (= που έχει ωραία οπίσθια)

καλλιτεχνία

καλλιτεχνικός, -ή, -ό

καλλιφωνία

καλλίφωνος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το ρήμα καλλιεργώ και τα παράγωγά του (π.χ. καλλιέργεια, καλλιεργητής, καλλιεργημένος, καλλιεργήσιμος κτλ.) συγκλίνουν περισσότερο προς τη σημασία «αναπτύσσω κάτι».

-τεχν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τεχν- αναφέρονται σε κατασκεύασμα, τεχνική κατασκευή ή καλλιτεχνική δημιουργία.Το συστατικό -τεχν- προέρχεται από το ουσιαστικό τέχνη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τεχνώ [texnó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν ένας καλλιτέχνης φιλοτεχνεί κάτι, δημιουργεί ένα έργο τέχνης.

καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ

Ουσιαστικά

-τέχνημα [téxnima]

Για παράδειγμα, το κομψοτέχνημα είναι μια κομψή κατασκευή.

αριστοτέχνημα, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, λογοτέχνημα, πυροτέχνημα, χειροτέχνημα

-τέχνης [téxnis] (θηλ. -τέχνιδα και -τέχνισσα)

Για παράδειγμα, ο χειροτέχνης φτιάχνει χειροποίητες κατασκευές.

αριστοτέχνης, βιοτέχνης, δεξιοτέχνης, ερασιτέχνης, ευρεσιτέχνης, ζωοτέχνης, καλλιτέχνης, κομψοτέχνης, λογοτέχνης, χειροτέχνης

✔ Στη νέα ελληνική, τα ουσιαστικά σε -τέχνης σχηματίζουν συνήθως θηλυκό σε -τέχνιδα (π.χ. καλλιτέχνης - καλλιτέχνιδα, λογοτέχνης - λογοτέχνιδα), και σπανιότερα σε -τέχνισσα (π.χ. αριστοτέχνης - αριστοτέχνισσα, δεξιοτέχνης - δεξιοτέχνισσα).

-τεχνία [texnía]

Για παράδειγμα, η κηποτεχνία ασχολείται με τη διαμόρφωση και το σχεδιασμό κήπων, ενώ κακοτεχνία είναι η κατασκευή ενός αντικείμενου με προχειρότητα και έλλειψη επιδεξιότητας.

αριστοτεχνία, βιβλιοτεχνία, βιοτεχνία, γυψοτεχνία, δεξιοτεχνία, ευρεσιτεχνία, ζωοτεχνία, κακοτεχνία, καλλιτεχνία, κηποτεχνία, λεπτοτεχνία, λογοτεχνία, μικροτεχνία, οδοντοτεχνία, οικοτεχνία, σιδηροτεχνία, συντεχνία, χειροτεχνία

-τεχνίτης [texnítis]

Για παράδειγμα, ο οδοντοτεχνίτης κατασκευάζει τεχνητά δόντια, οδοντοστοιχίες κτλ. σύμφωνα με τις οδηγίες του οδοντίατρου.

εργατοτεχνίτης, ηλεκτροτεχνίτης, μηχανοτεχνίτης, οδοντοτεχνίτης, πολυτεχνίτης, ραδιοηλεκτροτεχνίτης, ραδιοτεχνίτης

Επίθετα

-τεχνικός [texnikós], -τεχνική, -τεχνικό

Για παράδειγμα, ένα λογοτεχνικό περιοδικό ασχολείται με τη λογοτεχνία, ενώ ένας ερασιτεχνικός θίασος αποτελείται από ερασιτέχνες ηθοποιούς.

γεωτεχνικός, δεξιοτεχνικός, εμπειροτεχνικός, ερασιτεχνικός, ηλεκτροτεχνικός, καλλιτεχνικός, λογοτεχνικός, πολυτεχνικός, φοροτεχνικός, χειροτεχνικός

✔ Διαφορετική σημασία έχει το απλό επίθετο τεχνικός, το οποίο αναφέρεται στην τεχνική και στην πρακτική εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων.

-τεχνος [texnos], -τεχνη, -τεχνο

Για παράδειγμα, κάτι είναι περίτεχνο όταν έχει φτιαχτεί με ιδιαίτερη τέχνη, επιδεξιότητα και καλαισθησία.

απειρότεχνος (σπάνιο), έντεχνος, κακότεχνος, ομότεχνος, περίτεχνος, φιλότεχνος

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.