Lexiscope: καθυστερημένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-θυ-στε-ρη-μέ-νος

Morphology

καθυστερημένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαθυστερημένοςοικαθυστερημένοι
Genitiveτουκαθυστερημένουτωνκαθυστερημένων
Accusativeτονκαθυστερημένοτουςκαθυστερημένους
Vocative καθυστερημένε καθυστερημένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαθυστερημένηοικαθυστερημένες
Genitiveτηςκαθυστερημένηςτωνκαθυστερημένων
Accusativeτηνκαθυστερημένητιςκαθυστερημένες
Vocative καθυστερημένη καθυστερημένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαθυστερημένοτακαθυστερημένα
Genitiveτουκαθυστερημένουτωνκαθυστερημένων
Accusativeτοκαθυστερημένοτακαθυστερημένα
Vocative καθυστερημένο καθυστερημένα

καθυστερώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστερώκαθυστερούμε
2ndκαθυστερείςκαθυστερείτε
3rdκαθυστερείκαθυστερούν & καθυστερούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndκαθυστερείτε
Present-Participleκαθυστερώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστέρησακαθυστερήσαμε
2ndκαθυστέρησεςκαθυστερήσατε
3rdκαθυστέρησεκαθυστέρησαν & καθυστερήσαν oral. & καθυστερήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαθυστερήσωκαθυστερήσουμε & καθυστερήσομε dial.
2ndκαθυστερήσειςκαθυστερήσετε
3rdκαθυστερήσεικαθυστερήσουν & καθυστερήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαθυστέρησεκαθυστερήσετε & καθυστερήστε
Simple past-Infinitiveκαθυστερήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστερούσακαθυστερούσαμε
2ndκαθυστερούσεςκαθυστερούσατε
3rdκαθυστερούσεκαθυστερούσαν & καθυστερούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστερούμαικαθυστερούμαστε oral.
2ndκαθυστερείσαικαθυστερείστε
3rdκαθυστερείταικαθυστερούνται
Present-Imperative
Plural
2ndκαθυστερείστε
Present-Participleκαθυστερούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστερήθηκακαθυστερηθήκαμε
2ndκαθυστερήθηκεςκαθυστερηθήκατε
3rdκαθυστερήθηκεκαθυστερήθηκαν & καθυστερηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαθυστερηθώκαθυστερηθούμε
2ndκαθυστερηθείςκαθυστερηθείτε
3rdκαθυστερηθείκαθυστερηθούν & καθυστερηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαθυστερήσουκαθυστερηθείτε
Simple past-Infinitiveκαθυστερηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαθυστερούμουν oral. καθυστερούμασταν oral. & καθυστερούμαστε oral.
2nd------
3rdκαθυστερείτο learn. & καθυστερούνταν oral. καθυστερούντο learn. & καθυστερούνταν oral.
Present Perfect-Participleκαθυστερημένος

Synonyms - Antonyms

καθυστερημένος adj.

  1. Sπεπαλαιωμένος, οπισθοδρομικός: καθυστερημένες αντιλήψεις
  2. Sυπανάπτυκτος1: καθυστερημένες οικονομίες
  3. S: διανοητικά ανάπηρος

καθυστερώ v.

  1. Sαργοπορώ2, αργώ, χρονοτριβώ: Καθυστερήσαμε λόγω της κίνησης.
  2. Sχασομεράω2 oral: Μη με καθυστερείς, πρέπει να φύγω!
  3. Sεπιβραδύνω2, τρενάρω oral Aεπισπεύδω, επιταχύνω2

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.