Lexiscope: καθυβρίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-θυ-βρί-ζω

Morphology

καθυβρίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαθυβρίζωκαθυβρίζουμε & καθυβρίζομε dial.
2ndκαθυβρίζειςκαθυβρίζετε
3rdκαθυβρίζεικαθυβρίζουν & καθυβρίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκαθύβριζεκαθυβρίζετε
Present-Participleκαθυβρίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαθύβρισακαθυβρίσαμε
2ndκαθύβρισεςκαθυβρίσατε
3rdκαθύβρισεκαθύβρισαν & καθυβρίσαν oral. & καθυβρίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαθυβρίσωκαθυβρίσουμε & καθυβρίσομε dial.
2ndκαθυβρίσειςκαθυβρίσετε
3rdκαθυβρίσεικαθυβρίσουν & καθυβρίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαθύβρισεκαθυβρίσετε & καθυβρίστε
Simple past-Infinitiveκαθυβρίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαθύβριζακαθυβρίζαμε
2ndκαθύβριζεςκαθυβρίζατε
3rdκαθύβριζεκαθύβριζαν & καθυβρίζαν oral. & καθυβρίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκαθυβρίζομαικαθυβριζόμαστε
2ndκαθυβρίζεσαικαθυβρίζεστε & καθυβριζόσαστε oral.
3rdκαθυβρίζεταικαθυβρίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndκαθυβρίζεστε
Present-Participleκαθυβριζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκαθυβρίσθηκα & καθυβρίστηκακαθυβρισθήκαμε & καθυβριστήκαμε
2ndκαθυβρίσθηκες & καθυβρίστηκεςκαθυβρισθήκατε & καθυβριστήκατε
3rdκαθυβρίσθηκε & καθυβρίστηκεκαθυβρίσθηκαν & καθυβρίστηκαν & καθυβριστήκαν oral. & καθυβριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκαθυβριστώ & καθυβρισθώ learn. καθυβριστούμε & καθυβρισθούμε learn.
2ndκαθυβριστείς & καθυβρισθείς learn. καθυβριστείτε & καθυβρισθείτε learn.
3rdκαθυβριστεί & καθυβρισθεί learn. καθυβριστούν & καθυβρισθούν learn. & καθυβρισθούνε learn. & καθυβριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκαθυβρίσουκαθυβριστείτε & καθυβρισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveκαθυβριστεί & καθυβρισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαθυβριζόμουν & καθυβριζόμουνα oral. καθυβριζόμασταν & καθυβριζόμαστε
2ndκαθυβριζόσουν & καθυβριζόσουνα oral. καθυβριζόσασταν & καθυβριζόσαστε oral.
3rdκαθυβριζόταν & καθυβριζότανε oral. καθυβρίζονταν & καθυβριζόντανε oral. & καθυβριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκαθυβρισμένος

Synonyms - Antonyms

καθυβρίζω v. learn

see υβρίζω


8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.