Lexiscope: κάθομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κά-θο-μαι

Morphology

κάθομαι v.

ACTIVE VOICE
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stέκατσα & κάθισακάτσαμε & καθίσαμε
2ndέκατσες & κάθισεςκάτσατε & καθίσατε
3rdέκατσε & κάθισεέκατσαν & κάθισαν & κάτσαν oral. & κάτσανε oral. & καθίσαν oral. & καθίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκάτσω & καθίσωκάτσουμε & καθίσουμε & κάτσομε dial. & καθίσομε dial.
2ndκάτσεις & καθίσειςκάτσετε & καθίσετε
3rdκάτσει & καθίσεικάτσουν & καθίσουν & κάτσουνε oral. & καθίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκάθισε & κάτσεκάτσετε & καθίστε
Simple past-Infinitiveκάτσει & καθίσει
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκάθομαικαθόμαστε
2ndκάθεσαικάθεστε & καθόσαστε oral.
3rdκάθεταικάθονται
Present-Imperative
Plural
2ndκάθεστε
Simple past-Imperative
Singular
2ndκαθίσου
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκαθόμουν & καθόμουνα oral. καθόμασταν & καθόμαστε
2ndκαθόσουν & καθόσουνα oral. καθόσασταν & καθόσαστε oral.
3rdκαθόταν & καθότανε oral. κάθονταν & καθόντανε oral. & καθόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleκαθισμένος

Synonyms - Antonyms

κάθομαι v.

  1. Sείμαι καθιστός: Καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο. Aείμαι όρθιος
  2. Sμένω2, παραμένω1: Δεν κάθεται μόνη στο σπίτι.
  3. Sκατοικώ, διαμένω learn: Κάθομαι στο Τέρμα Πατησίων.
  4. Sαδρανώ, τεμπελιάζω: Τι κάθεσαι, κουνήσου!

κάτσε

Sπερίμενε, στάσου, σταμάτα: Κάτσε να δούμε πρώτα.

κάθεται

  1. Sκατακάθεται1, καθιζάνει2 learn: Η ζάχαρη κάθισε στον πάτο του βάζου.
  2.  oral Sμένει στάσιμο: Κάθισε η κίνηση.

EXPR: κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, κάθομαι σ' αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι στ' αγκάθια, κάθομαι στα καρφιά, μου κάθεται στο στομάχι


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.