Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ι-σχυ-ρο-ποι-ώ
Morphology
ισχυροποιώ v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιώ | ισχυροποιούμε |
2nd | ισχυροποιείς | ισχυροποιείτε |
3rd | ισχυροποιεί | ισχυροποιούν & ισχυροποιούνε oral. |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | ισχυροποιώντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποίησα | ισχυροποιήσαμε |
2nd | ισχυροποίησες | ισχυροποιήσατε |
3rd | ισχυροποίησε | ισχυροποίησαν & ισχυροποιήσαν oral. & ισχυροποιήσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιήσω | ισχυροποιήσουμε & ισχυροποιήσομε dial. |
2nd | ισχυροποιήσεις | ισχυροποιήσετε |
3rd | ισχυροποιήσει | ισχυροποιήσουν & ισχυροποιήσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | ισχυροποίησε | ισχυροποιήσετε & ισχυροποιήστε |
|
Simple past-Infinitive | ισχυροποιήσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιούσα | ισχυροποιούσαμε |
2nd | ισχυροποιούσες | ισχυροποιούσατε |
3rd | ισχυροποιούσε | ισχυροποιούσαν & ισχυροποιούσανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιούμαι | ισχυροποιούμαστε & ισχυροποιόμαστε |
2nd | ισχυροποιείσαι | ισχυροποιείστε & ισχυροποιόσαστε oral. |
3rd | ισχυροποιείται | ισχυροποιούνται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | ισχυροποιούμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιήθηκα | ισχυροποιηθήκαμε |
2nd | ισχυροποιήθηκες | ισχυροποιηθήκατε |
3rd | ισχυροποιήθηκε | ισχυροποιήθηκαν & ισχυροποιηθήκαν oral. & ισχυροποιηθήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιηθώ | ισχυροποιηθούμε |
2nd | ισχυροποιηθείς | ισχυροποιηθείτε |
3rd | ισχυροποιηθεί | ισχυροποιηθούν & ισχυροποιηθούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | ισχυροποιήσου | ισχυροποιηθείτε |
|
Simple past-Infinitive | ισχυροποιηθεί |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ισχυροποιόμουν & ισχυροποιόμουνα oral. | ισχυροποιόμασταν & ισχυροποιόμαστε |
2nd | ισχυροποιόσουν & ισχυροποιόσουνα oral. | ισχυροποιόσασταν & ισχυροποιόσαστε oral. |
3rd | ισχυροποιούνταν & ισχυροποιόταν & ισχυροποιείτο learn. & ισχυροποιότανε oral. | ισχυροποιούνταν & ισχυροποιόνταν & ισχυροποιούντο learn. & ισχυροποιόντανε oral. & ισχυροποιόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | ισχυροποιημένος |
Synonyms - Antonyms
ισχυροποιώ v.
S: ενισχύω1, ενδυναμώνω1 learn: Η εμπορική συνεργασία ισχυροποίησε την οικονομία. / Ισχυροποίησαν τα θεμέλια της οικοδομής. A: εξασθενίζω
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.