Lexiscope: ικανοποιώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ι-κα-νο-ποι-ώ

Morphology

ικανοποιώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stικανοποιώικανοποιούμε
2ndικανοποιείςικανοποιείτε
3rdικανοποιείικανοποιούν & ικανοποιούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndικανοποιείτε
Present-Participleικανοποιώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stικανοποίησαικανοποιήσαμε
2ndικανοποίησεςικανοποιήσατε
3rdικανοποίησεικανοποίησαν & ικανοποιήσαν oral. & ικανοποιήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stικανοποιήσωικανοποιήσουμε & ικανοποιήσομε dial.
2ndικανοποιήσειςικανοποιήσετε
3rdικανοποιήσειικανοποιήσουν & ικανοποιήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndικανοποίησεικανοποιήσετε & ικανοποιήστε
Simple past-Infinitiveικανοποιήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stικανοποιούσαικανοποιούσαμε
2ndικανοποιούσεςικανοποιούσατε
3rdικανοποιούσεικανοποιούσαν & ικανοποιούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stικανοποιούμαιικανοποιούμαστε & ικανοποιόμαστε
2ndικανοποιείσαιικανοποιείστε & ικανοποιόσαστε oral.
3rdικανοποιείταιικανοποιούνται
Present-Imperative
Plural
2ndικανοποιείστε
Present-Participleικανοποιούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stικανοποιήθηκαικανοποιηθήκαμε
2ndικανοποιήθηκεςικανοποιηθήκατε
3rdικανοποιήθηκεικανοποιήθηκαν & ικανοποιηθήκαν oral. & ικανοποιηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stικανοποιηθώικανοποιηθούμε
2ndικανοποιηθείςικανοποιηθείτε
3rdικανοποιηθείικανοποιηθούν & ικανοποιηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndικανοποιήσουικανοποιηθείτε
Simple past-Infinitiveικανοποιηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stικανοποιόμουν & ικανοποιόμουνα oral. ικανοποιόμασταν & ικανοποιόμαστε
2ndικανοποιόσουν & ικανοποιόσουνα oral. ικανοποιόσασταν & ικανοποιόσαστε oral.
3rdικανοποιούνταν & ικανοποιόταν & ικανοποιείτο learn. & ικανοποιότανε oral. ικανοποιούνταν & ικανοποιόνταν & ικανοποιούντο learn. & ικανοποιόντανε oral. & ικανοποιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleικανοποιημένος

Synonyms - Antonyms

ικανοποιώ v.

  1. Sευχαριστώ1: Το παιχνίδι ικανοποίησε τους θεατές. Aδυσαρεστώ
  2. Sκαλύπτω5, εκπληρώνω2: Ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις.

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.