Lexiscope: ιδροκοπάω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ι-δρο-κο-πά-ω

Morphology

ιδροκοπάω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stιδροκοπάω & ιδροκοπώιδροκοπάμε & ιδροκοπούμε
2ndιδροκοπάςιδροκοπάτε
3rdιδροκοπά & ιδροκοπάειιδροκοπάνε & ιδροκοπούν & ιδροκοπάν oral. & ιδροκοπούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndιδροκόπα oral. & ιδροκόπαγε oral. ιδροκοπάτε
Present-Participleιδροκοπώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stιδροκόπησαιδροκοπήσαμε
2ndιδροκόπησεςιδροκοπήσατε
3rdιδροκόπησειδροκόπησαν & ιδροκοπήσαν oral. & ιδροκοπήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stιδροκοπήσωιδροκοπήσουμε & ιδροκοπήσομε dial.
2ndιδροκοπήσειςιδροκοπήσετε
3rdιδροκοπήσειιδροκοπήσουν & ιδροκοπήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndιδροκόπησε & ιδροκόπα oral. ιδροκοπήσετε & ιδροκοπήστε
Simple past-Infinitiveιδροκοπήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stιδροκοπούσα & ιδροκόπαγαιδροκοπάγαμε & ιδροκοπούσαμε
2ndιδροκοπούσες & ιδροκόπαγεςιδροκοπάγατε & ιδροκοπούσατε
3rdιδροκοπούσε & ιδροκόπαγειδροκοπούσαν & ιδροκόπαγαν & ιδροκοπάγαν oral. & ιδροκοπάγανε oral. & ιδροκοπούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleιδροκοπημένος

Synonyms - Antonyms

ιδροκοπάω v.

  1. Sιδρώνω υπερβολικά
  2. Sκοπιάζω, μοχθώ

Προθήματα - Επιθήματα

-κοπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κοπ- αναφέρονται στην ενέργεια της κοπής ή (μεταφορικά) σε μια ενέργεια που γίνεται σε έντονο βαθμό.Το συστατικό -κοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κόπτω (= κόβω, χτυπώ, κουράζομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-κοπάω [kopáo]

Δηλώνει μία ενέργεια που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, μεθοκοπάει αυτός που μεθάει συχνά και πολύ.

βρομοκοπάω, γλεντοκοπάω, γυαλοκοπάω, ιδροκοπάω, λαμποκοπάω, μεθοκοπάω, φτεροκοπάω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σπανιότερα, κάποια ρήματα σε -κοπάω έχουν τη σημασία «χτυπάω». Για παράδειγμα, σφυροκοπάω κάτι σημαίνει το χτυπάω με σφυρί.

βροντοκοπάω, γρονθοκοπάω, ξυλοκοπάω, σφυροκοπάω

✔ Τα ρήματα σταυροκοπιέμαι (= κάνω το σταυρό μου) και στηθοκοπιέμαι (= εκφράζω τη θλίψη μου χτυπώντας το στήθος μου) δεν έχουν ενεργητική φωνή.

-κοπώ [kopó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, χρεοκοπώ σημαίνει φτάνω σε κατάσταση χρεοκοπίας.

φαντασιοκοπώ, χρεοκοπώ

Ουσιαστικά

-κόπος [kópos] (αρσ.)

Δηλώνει το πρόσωπο που κάνει μία ενέργεια σε υπερβολικό βαθμό. Για παράδειγμα, ο γλεντοκόπος γλεντάει συνέχεια, γλεντοκοπάει, ενώ στρατοκόπος είναι ο οδοιπόρος.

γλεντοκόπος, ονειροκόπος (σπάνιο), στρατοκόπος (λογοτ.), χαροκόπος (= γλεντοκόπος)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Διαφορετική σημασία έχει η λέξη ξυλοκόπος, η οποία δηλώνει αυτόν που κόβει ξύλα.

Επίθετα

-κοπος [kopos], -κοπη, -κοπο

Για παράδειγμα, δίκοπο μαχαίρι είναι αυτό που κόβει από δύο μεριές, νεόκοπο είναι το νόμισμα νέας κοπής, ενώ ο κατάκοπος είναι ο πολύ κουρασμένος.

αδιάκοπος, άκοπος, δίκοπος, κατάκοπος, μεσόκοπος, νεόκοπος

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.