Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
ι-δι-ο-κτή-της
ιδιοκτήτης n. masc.
|
ιδιοκτήτρια n. fem.
|
ιδιοκτήτης n.
S: κτήτορας learn, κάτοχος1, κύριος2
ιδιο- [iδio]
ιδιό- [iδió] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ιδι- [iδi] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το επίθετο ίδιος.
1. Αναφορά στο ίδιο το άτομο
Το ιδιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια γίνεται από ορισμένο πρόσωπο και όχι από κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι ιδιόγραφο το έχω γράψει εγώ ο ίδιος, ενώ όταν κάτι είναι ιδιόχειρο το έχω κάνει με τα ίδια μου τα χέρια.
ιδιοκτησία | ιδιόγραφος, -η, -ο | ιδιοποιούμαι |
ιδιοκτήτης (θηλ. -τρια) | ιδιόκτητος, -η, -ο | |
ιδιοποίηση | ιδιόφωνος, -η, -ο | |
ιδιωφέλεια | ιδιόχειρος, -η, -ο | |
ιδιωφελής, -ής, -ές |
2. Αναφορά σε ξεχωριστή ιδιότητα
Το ιδιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι ιδιότροπος έχει κάποιες ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά του, ενώ ιδιοφυΐα είναι η εξαιρετική ικανότητα σε κάτι.
ιδιόλεκτο / ιδιόλεκτος (γλωσσ.) | ιδιόκλιτος, -η, -ο (γραμμ.) |
ιδιορρυθμία | ιδιοπαθής, -ής, -ές |
ιδιοσυγκρασία | ιδιόρρυθμος, -η, -ο |
ιδιοτροπία | ιδιόσημος, -η, -ο |
ιδιοτυπία | ιδιότροπος, -η, -ο |
ιδιοφυΐα | ιδιότυπος, -η, -ο |
ιδιοφυής, -ής, -ές |
✔ Το επίθετο ιδιοπαθής έχει δύο διαφορετικές σημασίες: στο λεξιλόγιο της ιατρικής, χρησιμοποιείται ο όρος ιδιοπαθής νόσος (= νόσος άγνωστης αιτιολογίας, μη οργανικής προέλευσης), ενώ στη γραμματική υπάρχουν οι ιδιοπαθείς αντωνυμίες (= αντωνυμίες που φανερώνουν ότι μία ενέργεια επιστρέφει στο ίδιο το πρόσωπο που ενεργεί).
-κτη-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κτη- αναφέρονται στην κατοχή υλικών αγαθών.Το συστατικό -κτη- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κτώμαι (= αποκτώ). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ουσιαστικά
-κτήμονας [ktímonas]
Για παράδειγμα, ο αμπελοκτήμονας είναι ιδιοκτήτης εκτάσεων με αμπέλια.
-κτησία [ktisía]
Για παράδειγμα, η πλοιοκτησία είναι η ιδιοκτησία πλοίου, ενώ χρησικτησία είναι η κατοχή κάποιου πράγματος από ένα πρόσωπο που το χρησιμοποιεί (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα).
-κτήτης [ktítis] (θηλ. -κτήτρια)
Για παράδειγμα, ο πλοιοκτήτης είναι αυτός που έχει στην κατοχή του πλοία.
Επίθετα
-κτητος [ktitos], -κτητη, -κτητο (σπάνια χρήση)
Για παράδειγμα, ένα χαρακτηριστικό είναι επίκτητο όταν δεν το είχαμε από τη γέννησή μας αλλά το αποκτήσαμε αργότερα.
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (νομ.) Στο νομικό λεξιλόγιο, το ιδιο- χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μία ενέργεια γίνεται από τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου ή ενός πράγματος.