Lexiscope: ιδανικό

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ι-δα-νι-κό

Morphology

ιδανικό n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοιδανικόταιδανικά
Genitiveτουιδανικούτωνιδανικών
Accusativeτοιδανικόταιδανικά
Vocative ιδανικό ιδανικά

ιδανικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοιδανικόςοιιδανικοί
Genitiveτουιδανικούτωνιδανικών
Accusativeτονιδανικότουςιδανικούς
Vocative ιδανικέ ιδανικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηιδανικήοιιδανικές
Genitiveτηςιδανικήςτωνιδανικών
Accusativeτηνιδανικήτιςιδανικές
Vocative ιδανική ιδανικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοιδανικόταιδανικά
Genitiveτουιδανικούτωνιδανικών
Accusativeτοιδανικόταιδανικά
Vocative ιδανικό ιδανικά

ιδανικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοιδανικότεροςοιιδανικότεροι
Genitiveτουιδανικότερουτωνιδανικότερων
Accusativeτονιδανικότεροτουςιδανικότερους
Vocative ιδανικότερε ιδανικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηιδανικότερηοιιδανικότερες
Genitiveτηςιδανικότερηςτωνιδανικότερων
Accusativeτηνιδανικότερητιςιδανικότερες
Vocative ιδανικότερη ιδανικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοιδανικότεροταιδανικότερα
Genitiveτουιδανικότερουτωνιδανικότερων
Accusativeτοιδανικότεροταιδανικότερα
Vocative ιδανικότερο ιδανικότερα

ιδανικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοιδανικότατοςοιιδανικότατοι
Genitiveτουιδανικότατουτωνιδανικότατων
Accusativeτονιδανικότατοτουςιδανικότατους
Vocative ιδανικότατε ιδανικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηιδανικότατηοιιδανικότατες
Genitiveτηςιδανικότατηςτωνιδανικότατων
Accusativeτηνιδανικότατητιςιδανικότατες
Vocative ιδανικότατη ιδανικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοιδανικότατοταιδανικότατα
Genitiveτουιδανικότατουτωνιδανικότατων
Accusativeτοιδανικότατοταιδανικότατα
Vocative ιδανικότατο ιδανικότατα

Synonyms - Antonyms

ιδανικό n.

Sιδεώδες


ιδανικός adj.

  1. Sτέλειος2, ιδεώδης
  2. Sιδεατός2

10 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.