Lexiscope: θορυβώδης

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

θο-ρυ-βώ-δης

Morphology

θορυβώδης adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοθορυβώδηςοιθορυβώδεις
Genitiveτουθορυβώδουςτωνθορυβωδών
Accusativeτοθορυβώδητουςθορυβώδεις
Vocative θορυβώδη & θορυβώδης θορυβώδεις
Feminine
SingularPlural
Nominativeηθορυβώδηςοιθορυβώδεις
Genitiveτηςθορυβώδουςτωνθορυβωδών
Accusativeτηθορυβώδητιςθορυβώδεις
Vocative θορυβώδη & θορυβώδης θορυβώδεις
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοθορυβώδεςταθορυβώδη
Genitiveτουθορυβώδουςτωνθορυβωδών
Accusativeτοθορυβώδεςταθορυβώδη
Vocative θορυβώδες θορυβώδη

Synonyms - Antonyms

θορυβώδης adj.

  1. Sπολυθόρυβος, πολύβουος: θορυβώδης πόλη Aήσυχος2
  2. Sηχηρός1, βουερός: θορυβώδης μηχανή Aαθόρυβος

Προθήματα - Επιθήματα

-ώδης [óδis] -ώδης, -ώδες

Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα όζω (= μυρίζω, μοιάζω, ταιριάζω) – από τη σημασία «που μυρίζει» πέρασε στις σημασίες «που μοιάζει, ταιριάζει» και «που έχει».

1. Μορφή, σύσταση, συμπεριφορά

Το -ώδης συνδυάζεται με ουσιαστικά για να σχηματίσει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι χαρακτηρίζεται από ορισμένη μορφή, σύσταση ή συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η αμμώδης παραλία καλύπτεται παντού από άμμο· ένα δηλητηριώδες φίδι περιέχει δηλητήριο.

αγχώδης (< άγχος), αμμώδης (< άμμος), βλακώδης (< βλάκας), βραχώδης (< βράχος), δασώδης (< δάσος), δηλητηριώδης (< δηλητήριο), θορυβώδης (< θόρυβος), κρεμώδης (< κρέμα), κτηνώδης (< κτήνος), λιπώδης (< λίπος), μυστηριώδης (< μυστήριο), μυώδης (< μυς), οινοπνευματώδης (< οινόπνευμα), ομιχλώδης (< ομίχλη), περιπετειώδης (< περιπέτεια), πετρώδης (< πέτρα), πυώδης (< πύον), σαρκώδης (< σάρκα), φρουτώδης (< φρούτο), χαώδης (< χάος), χυμώδης (< χυμός)

⇨ Επίθετα με παρόμοια σημασία σχηματίζονται και σε -ειδής*.


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.