Lexiscope: θεμελιώνω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

θε-με-λι-ώ-νω

Morphology

θεμελιώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stθεμελιώνωθεμελιώνουμε & θεμελιώνομε dial.
2ndθεμελιώνειςθεμελιώνετε
3rdθεμελιώνειθεμελιώνουν & θεμελιώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndθεμελίωνεθεμελιώνετε
Present-Participleθεμελιώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stθεμελίωσαθεμελιώσαμε
2ndθεμελίωσεςθεμελιώσατε
3rdθεμελίωσεθεμελίωσαν & θεμελιώσαν oral. & θεμελιώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stθεμελιώσωθεμελιώσουμε & θεμελιώσομε dial.
2ndθεμελιώσειςθεμελιώσετε
3rdθεμελιώσειθεμελιώσουν & θεμελιώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndθεμελίωσεθεμελιώσετε & θεμελιώστε
Simple past-Infinitiveθεμελιώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stθεμελίωναθεμελιώναμε
2ndθεμελίωνεςθεμελιώνατε
3rdθεμελίωνεθεμελίωναν & θεμελιώναν oral. & θεμελιώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stθεμελιώνομαιθεμελιωνόμαστε
2ndθεμελιώνεσαιθεμελιώνεστε & θεμελιωνόσαστε oral.
3rdθεμελιώνεταιθεμελιώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndθεμελιώνεστε
Present-Participleθεμελιούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stθεμελιώθηκαθεμελιωθήκαμε
2ndθεμελιώθηκεςθεμελιωθήκατε
3rdθεμελιώθηκεθεμελιώθηκαν & θεμελιωθήκαν oral. & θεμελιωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stθεμελιωθώθεμελιωθούμε
2ndθεμελιωθείςθεμελιωθείτε
3rdθεμελιωθείθεμελιωθούν & θεμελιωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndθεμελιώσουθεμελιωθείτε
Simple past-Infinitiveθεμελιωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stθεμελιωνόμουν & θεμελιωνόμουνα oral. θεμελιωνόμασταν & θεμελιωνόμαστε
2ndθεμελιωνόσουν & θεμελιωνόσουνα oral. θεμελιωνόσασταν & θεμελιωνόσαστε oral.
3rdθεμελιωνόταν & θεμελιωνότανε oral. θεμελιώνονταν & θεμελιωνόντανε oral. & θεμελιωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleθεμελιωμένος

Synonyms - Antonyms

θεμελιώνω v.

  1. Sρίχνω τα θεμέλια Aξεθεμελιώνω1 oral
  2. Sθέτω το θεμέλιο λίθο, εγκαινιάζω2
  3. Sιδρύω2, δημιουργώ3, θέτω τις βάσεις: Ο Αύγουστος Κοντ θεμελίωσε την επιστήμη της Κοινωνιολογίας.
  4. Sστηρίζω5, βασίζω1: οι θεσμοί που θεμελιώνουν τη σύγχρονη κοινωνία
  5. Sτεκμηριώνω, στοιχειοθετώ2: άποψη που θεμελιώνεται με επιχειρήματα

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.