Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ευ-σπλα-χνί-ζο-μαι
Morphology
ευσπλαγχνίζομαι v. passive only
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνίζομαι & ευσπλαχνίζομαι | ευσπλαγχνιζόμαστε & ευσπλαχνιζόμαστε |
2nd | ευσπλαγχνίζεσαι & ευσπλαχνίζεσαι | ευσπλαγχνίζεστε & ευσπλαχνίζεστε & ευσπλαγχνιζόσαστε oral. & ευσπλαχνιζόσαστε oral. |
3rd | ευσπλαγχνίζεται & ευσπλαχνίζεται | ευσπλαγχνίζονται & ευσπλαχνίζονται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | ευσπλαγχνίζεστε & ευσπλαχνίζεστε |
|
Present-Participle | ευσπλαγχνιζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνίστηκα & ευσπλαχνίστηκα & ευσπλαχνίσθηκα learn. | ευσπλαγχνιστήκαμε & ευσπλαχνιστήκαμε & ευσπλαχνισθήκαμε learn. |
2nd | ευσπλαγχνίστηκες & ευσπλαχνίστηκες & ευσπλαχνίσθηκες learn. | ευσπλαγχνιστήκατε & ευσπλαχνιστήκατε & ευσπλαχνισθήκατε learn. |
3rd | ευσπλαγχνίστηκε & ευσπλαχνίστηκε & ευσπλαχνίσθηκε learn. | ευσπλαγχνίστηκαν & ευσπλαχνίστηκαν & ευσπλαχνίσθηκαν learn. & ευσπλαγχνιστήκαν oral. & ευσπλαγχνιστήκανε oral. & ευσπλαχνιστήκαν oral. & ευσπλαχνιστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνιστώ & ευσπλαχνιστώ & ευσπλαχνισθώ learn. | ευσπλαγχνιστούμε & ευσπλαχνιστούμε & ευσπλαχνισθούμε learn. |
2nd | ευσπλαγχνιστείς & ευσπλαχνιστείς & ευσπλαχνισθείς learn. | ευσπλαγχνιστείτε & ευσπλαχνιστείτε & ευσπλαχνισθείτε learn. |
3rd | ευσπλαγχνιστεί & ευσπλαχνιστεί & ευσπλαχνισθεί learn. | ευσπλαγχνιστούν & ευσπλαχνιστούν & ευσπλαχνισθούν learn. & ευσπλαχνισθούνε learn. & ευσπλαγχνιστούνε oral. & ευσπλαχνιστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | ευσπλαγχνίσου & ευσπλαχνίσου | ευσπλαγχνιστείτε & ευσπλαχνιστείτε & ευσπλαχνισθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | ευσπλαγχνιστεί & ευσπλαχνιστεί & ευσπλαχνισθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνιζόμουν & ευσπλαχνιζόμουν & ευσπλαγχνιζόμουνα oral. & ευσπλαχνιζόμουνα oral. | ευσπλαγχνιζόμασταν & ευσπλαγχνιζόμαστε & ευσπλαχνιζόμασταν & ευσπλαχνιζόμαστε |
2nd | ευσπλαγχνιζόσουν & ευσπλαχνιζόσουν & ευσπλαγχνιζόσουνα oral. & ευσπλαχνιζόσουνα oral. | ευσπλαγχνιζόσασταν & ευσπλαχνιζόσασταν & ευσπλαγχνιζόσαστε oral. & ευσπλαχνιζόσαστε oral. |
3rd | ευσπλαγχνιζόταν & ευσπλαχνιζόταν & ευσπλαγχνιζότανε oral. & ευσπλαχνιζότανε oral. | ευσπλαγχνίζονταν & ευσπλαχνίζονταν & ευσπλαγχνιζόντανε oral. & ευσπλαγχνιζόντουσαν oral. & ευσπλαχνιζόντανε oral. & ευσπλαχνιζόντουσαν oral. |
|
ευσπλαχνίζομαι v. passive only
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνίζομαι & ευσπλαχνίζομαι | ευσπλαγχνιζόμαστε & ευσπλαχνιζόμαστε |
2nd | ευσπλαγχνίζεσαι & ευσπλαχνίζεσαι | ευσπλαγχνίζεστε & ευσπλαχνίζεστε & ευσπλαγχνιζόσαστε oral. & ευσπλαχνιζόσαστε oral. |
3rd | ευσπλαγχνίζεται & ευσπλαχνίζεται | ευσπλαγχνίζονται & ευσπλαχνίζονται |
|
Present-Imperative |
| Plural |
2nd | ευσπλαγχνίζεστε & ευσπλαχνίζεστε |
|
Present-Participle | ευσπλαγχνιζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνίστηκα & ευσπλαχνίστηκα & ευσπλαχνίσθηκα learn. | ευσπλαγχνιστήκαμε & ευσπλαχνιστήκαμε & ευσπλαχνισθήκαμε learn. |
2nd | ευσπλαγχνίστηκες & ευσπλαχνίστηκες & ευσπλαχνίσθηκες learn. | ευσπλαγχνιστήκατε & ευσπλαχνιστήκατε & ευσπλαχνισθήκατε learn. |
3rd | ευσπλαγχνίστηκε & ευσπλαχνίστηκε & ευσπλαχνίσθηκε learn. | ευσπλαγχνίστηκαν & ευσπλαχνίστηκαν & ευσπλαχνίσθηκαν learn. & ευσπλαγχνιστήκαν oral. & ευσπλαγχνιστήκανε oral. & ευσπλαχνιστήκαν oral. & ευσπλαχνιστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνιστώ & ευσπλαχνιστώ & ευσπλαχνισθώ learn. | ευσπλαγχνιστούμε & ευσπλαχνιστούμε & ευσπλαχνισθούμε learn. |
2nd | ευσπλαγχνιστείς & ευσπλαχνιστείς & ευσπλαχνισθείς learn. | ευσπλαγχνιστείτε & ευσπλαχνιστείτε & ευσπλαχνισθείτε learn. |
3rd | ευσπλαγχνιστεί & ευσπλαχνιστεί & ευσπλαχνισθεί learn. | ευσπλαγχνιστούν & ευσπλαχνιστούν & ευσπλαχνισθούν learn. & ευσπλαχνισθούνε learn. & ευσπλαγχνιστούνε oral. & ευσπλαχνιστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | ευσπλαγχνίσου & ευσπλαχνίσου | ευσπλαγχνιστείτε & ευσπλαχνιστείτε & ευσπλαχνισθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | ευσπλαγχνιστεί & ευσπλαχνιστεί & ευσπλαχνισθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | ευσπλαγχνιζόμουν & ευσπλαχνιζόμουν & ευσπλαγχνιζόμουνα oral. & ευσπλαχνιζόμουνα oral. | ευσπλαγχνιζόμασταν & ευσπλαγχνιζόμαστε & ευσπλαχνιζόμασταν & ευσπλαχνιζόμαστε |
2nd | ευσπλαγχνιζόσουν & ευσπλαχνιζόσουν & ευσπλαγχνιζόσουνα oral. & ευσπλαχνιζόσουνα oral. | ευσπλαγχνιζόσασταν & ευσπλαχνιζόσασταν & ευσπλαγχνιζόσαστε oral. & ευσπλαχνιζόσαστε oral. |
3rd | ευσπλαγχνιζόταν & ευσπλαχνιζόταν & ευσπλαγχνιζότανε oral. & ευσπλαχνιζότανε oral. | ευσπλαγχνίζονταν & ευσπλαχνίζονταν & ευσπλαγχνιζόντανε oral. & ευσπλαγχνιζόντουσαν oral. & ευσπλαχνιζόντανε oral. & ευσπλαχνιζόντουσαν oral. |
|
Synonyms - Antonyms
ευσπλαχνίζομαι v.
S: συμπονώ, λυπάμαι2, σπλαχνίζομαι oral
3 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.