Lexiscope: εσωστρεφής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-σω-στρε-φής

Morphology

εσωστρεφής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεσωστρεφήςοιεσωστρεφείς
Genitiveτουεσωστρεφούςτωνεσωστρεφών
Accusativeτονεσωστρεφήτουςεσωστρεφείς
Vocative εσωστρεφή & εσωστρεφής εσωστρεφείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεσωστρεφήςοιεσωστρεφείς
Genitiveτηςεσωστρεφούςτωνεσωστρεφών
Accusativeτηνεσωστρεφήτιςεσωστρεφείς
Vocative εσωστρεφή & εσωστρεφής εσωστρεφείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεσωστρεφέςταεσωστρεφή
Genitiveτουεσωστρεφούςτωνεσωστρεφών
Accusativeτοεσωστρεφέςταεσωστρεφή
Vocative εσωστρεφές εσωστρεφή

Synonyms - Antonyms

εσωστρεφής adj.

Sενδοστρεφής learn Aεξωστρεφής

Προθήματα - Επιθήματα

εσω- [eso]

εσώ- [esó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα έσω (= μέσα).

1. Στο εσωτερικό

Το εσω- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή συμβαίνει στο εσωτερικό ενός πράγματος ή ενός χώρου. Για παράδειγμα, εσωκλείουμε κάτι όταν το βάζουμε μέσα στο φάκελο μαζί με το γράμμα· το εσώρουχο το φοράμε από μέσα, κατάσαρκα, κάτω από τα κανονικά ρούχα.

εσωνάρθηκας (αρχιτ.)

εσώκλειστος, -η, -ο

εσωκλείω

εσωκλείστως

εσωράχιο (αρχιτ.)

εσωκομματικός, -ή, -ό

εσώρουχο

εσωστρεφής, -ής, -ές

εσωστρέφεια

εσωσχολικός, -ή, -ό

εσώφυλλο

εσώψυχος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σχηματίζονται με το εξω-* (π.χ. εσωστρεφήςεξωστρεφής).

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ενδο-*.


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.