Lexiscope: επιφανειακός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-πι-φα-νει-α-κός

Morphology

επιφανειακός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπιφανειακόςοιεπιφανειακοί
Genitiveτουεπιφανειακούτωνεπιφανειακών
Accusativeτονεπιφανειακότουςεπιφανειακούς
Vocative επιφανειακέ επιφανειακοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπιφανειακήοιεπιφανειακές
Genitiveτηςεπιφανειακήςτωνεπιφανειακών
Accusativeτηνεπιφανειακήτιςεπιφανειακές
Vocative επιφανειακή επιφανειακές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπιφανειακόταεπιφανειακά
Genitiveτουεπιφανειακούτωνεπιφανειακών
Accusativeτοεπιφανειακόταεπιφανειακά
Vocative επιφανειακό επιφανειακά

επιφανειακότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπιφανειακότεροςοιεπιφανειακότεροι
Genitiveτουεπιφανειακότερουτωνεπιφανειακότερων
Accusativeτονεπιφανειακότεροτουςεπιφανειακότερους
Vocative επιφανειακότερε επιφανειακότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπιφανειακότερηοιεπιφανειακότερες
Genitiveτηςεπιφανειακότερηςτωνεπιφανειακότερων
Accusativeτηνεπιφανειακότερητιςεπιφανειακότερες
Vocative επιφανειακότερη επιφανειακότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπιφανειακότεροταεπιφανειακότερα
Genitiveτουεπιφανειακότερουτωνεπιφανειακότερων
Accusativeτοεπιφανειακότεροταεπιφανειακότερα
Vocative επιφανειακότερο επιφανειακότερα

επιφανειακότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπιφανειακότατοςοιεπιφανειακότατοι
Genitiveτουεπιφανειακότατουτωνεπιφανειακότατων
Accusativeτονεπιφανειακότατοτουςεπιφανειακότατους
Vocative επιφανειακότατε επιφανειακότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπιφανειακότατηοιεπιφανειακότατες
Genitiveτηςεπιφανειακότατηςτωνεπιφανειακότατων
Accusativeτηνεπιφανειακότατητιςεπιφανειακότατες
Vocative επιφανειακότατη επιφανειακότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπιφανειακότατοταεπιφανειακότατα
Genitiveτουεπιφανειακότατουτωνεπιφανειακότατων
Accusativeτοεπιφανειακότατοταεπιφανειακότατα
Vocative επιφανειακότατο επιφανειακότατα

Synonyms - Antonyms

επιφανειακός adj.

  1. Sεπιδερμικός, επιπόλαιος1: επιφανειακό τραύμα / επιφανειακή έρευνα
  2. Sρηχός2, ανούσιος1: επιφανειακές σχέσεις Aουσιώδης, ουσιαστικός2
  3. Sφαινομενικός2: επιφανειακή ευγένεια

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.