Lexiscope: επισφαλής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-πι-σφα-λής

Morphology

επισφαλής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπισφαλήςοιεπισφαλείς
Genitiveτουεπισφαλούςτωνεπισφαλών
Accusativeτονεπισφαλήτουςεπισφαλείς
Vocative επισφαλή & επισφαλής επισφαλείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπισφαλήςοιεπισφαλείς
Genitiveτηςεπισφαλούςτωνεπισφαλών
Accusativeτηνεπισφαλήτιςεπισφαλείς
Vocative επισφαλή & επισφαλής επισφαλείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπισφαλέςταεπισφαλή
Genitiveτουεπισφαλούςτωνεπισφαλών
Accusativeτοεπισφαλέςταεπισφαλή
Vocative επισφαλές επισφαλή

επισφαλέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπισφαλέστεροςοιεπισφαλέστεροι
Genitiveτουεπισφαλέστερουτωνεπισφαλέστερων
Accusativeτονεπισφαλέστεροτουςεπισφαλέστερους
Vocative επισφαλέστερε επισφαλέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπισφαλέστερηοιεπισφαλέστερες
Genitiveτηςεπισφαλέστερηςτωνεπισφαλέστερων
Accusativeτηνεπισφαλέστερητιςεπισφαλέστερες
Vocative επισφαλέστερη επισφαλέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπισφαλέστεροταεπισφαλέστερα
Genitiveτουεπισφαλέστερουτωνεπισφαλέστερων
Accusativeτοεπισφαλέστεροταεπισφαλέστερα
Vocative επισφαλέστερο επισφαλέστερα

επισφαλέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπισφαλέστατοςοιεπισφαλέστατοι
Genitiveτουεπισφαλέστατουτωνεπισφαλέστατων
Accusativeτονεπισφαλέστατοτουςεπισφαλέστατους
Vocative επισφαλέστατε επισφαλέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπισφαλέστατηοιεπισφαλέστατες
Genitiveτηςεπισφαλέστατηςτωνεπισφαλέστατων
Accusativeτηνεπισφαλέστατητιςεπισφαλέστατες
Vocative επισφαλέστατη επισφαλέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπισφαλέστατοταεπισφαλέστατα
Genitiveτουεπισφαλέστατουτωνεπισφαλέστατων
Accusativeτοεπισφαλέστατοταεπισφαλέστατα
Vocative επισφαλέστατο επισφαλέστατα

Synonyms - Antonyms

επισφαλής adj.

  1. Sεπίφοβος1: Η υγεία του είναι επισφαλής. Aασφαλής2
  2. Sαβέβαιος1, άδηλος1

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.