Lexiscope: επινοητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-πι-νο-η-τι-κός

Morphology

επινοητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπινοητικόςοιεπινοητικοί
Genitiveτουεπινοητικούτωνεπινοητικών
Accusativeτονεπινοητικότουςεπινοητικούς
Vocative επινοητικέ επινοητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπινοητικήοιεπινοητικές
Genitiveτηςεπινοητικήςτωνεπινοητικών
Accusativeτηνεπινοητικήτιςεπινοητικές
Vocative επινοητική επινοητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπινοητικόταεπινοητικά
Genitiveτουεπινοητικούτωνεπινοητικών
Accusativeτοεπινοητικόταεπινοητικά
Vocative επινοητικό επινοητικά

επινοητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπινοητικότεροςοιεπινοητικότεροι
Genitiveτουεπινοητικότερουτωνεπινοητικότερων
Accusativeτονεπινοητικότεροτουςεπινοητικότερους
Vocative επινοητικότερε επινοητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπινοητικότερηοιεπινοητικότερες
Genitiveτηςεπινοητικότερηςτωνεπινοητικότερων
Accusativeτηνεπινοητικότερητιςεπινοητικότερες
Vocative επινοητικότερη επινοητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπινοητικότεροταεπινοητικότερα
Genitiveτουεπινοητικότερουτωνεπινοητικότερων
Accusativeτοεπινοητικότεροταεπινοητικότερα
Vocative επινοητικότερο επινοητικότερα

επινοητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεπινοητικότατοςοιεπινοητικότατοι
Genitiveτουεπινοητικότατουτωνεπινοητικότατων
Accusativeτονεπινοητικότατοτουςεπινοητικότατους
Vocative επινοητικότατε επινοητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεπινοητικότατηοιεπινοητικότατες
Genitiveτηςεπινοητικότατηςτωνεπινοητικότατων
Accusativeτηνεπινοητικότατητιςεπινοητικότατες
Vocative επινοητικότατη επινοητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεπινοητικότατοταεπινοητικότατα
Genitiveτουεπινοητικότατουτωνεπινοητικότατων
Accusativeτοεπινοητικότατοταεπινοητικότατα
Vocative επινοητικότατο επινοητικότατα

Synonyms - Antonyms

επινοητικός adj.

Sεφευρετικός, ευρηματικός


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.