Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ε-πι-δο-κι-μά-ζω
Morphology
επιδοκιμάζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμάζω | επιδοκιμάζουμε & επιδοκιμάζομε dial. |
2nd | επιδοκιμάζεις | επιδοκιμάζετε |
3rd | επιδοκιμάζει | επιδοκιμάζουν & επιδοκιμάζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | επιδοκίμαζε | επιδοκιμάζετε |
|
Present-Participle | επιδοκιμάζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκίμασα | επιδοκιμάσαμε |
2nd | επιδοκίμασες | επιδοκιμάσατε |
3rd | επιδοκίμασε | επιδοκίμασαν & επιδοκιμάσαν oral. & επιδοκιμάσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμάσω | επιδοκιμάσουμε & επιδοκιμάσομε dial. |
2nd | επιδοκιμάσεις | επιδοκιμάσετε |
3rd | επιδοκιμάσει | επιδοκιμάσουν & επιδοκιμάσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | επιδοκίμασε | επιδοκιμάσετε & επιδοκιμάστε |
|
Simple past-Infinitive | επιδοκιμάσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκίμαζα | επιδοκιμάζαμε |
2nd | επιδοκίμαζες | επιδοκιμάζατε |
3rd | επιδοκίμαζε | επιδοκίμαζαν & επιδοκιμάζαν oral. & επιδοκιμάζανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμάζομαι | επιδοκιμαζόμαστε |
2nd | επιδοκιμάζεσαι | επιδοκιμάζεστε & επιδοκιμαζόσαστε oral. |
3rd | επιδοκιμάζεται | επιδοκιμάζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | επιδοκιμαζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμάστηκα & επιδοκιμάσθηκα learn. | επιδοκιμαστήκαμε & επιδοκιμασθήκαμε learn. |
2nd | επιδοκιμάστηκες & επιδοκιμάσθηκες learn. | επιδοκιμαστήκατε & επιδοκιμασθήκατε learn. |
3rd | επιδοκιμάστηκε & επιδοκιμάσθηκε learn. | επιδοκιμάστηκαν & επιδοκιμάσθηκαν learn. & επιδοκιμαστήκαν oral. & επιδοκιμαστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμαστώ & επιδοκιμασθώ learn. | επιδοκιμαστούμε & επιδοκιμασθούμε learn. |
2nd | επιδοκιμαστείς & επιδοκιμασθείς learn. | επιδοκιμαστείτε & επιδοκιμασθείτε learn. |
3rd | επιδοκιμαστεί & επιδοκιμασθεί learn. | επιδοκιμαστούν & επιδοκιμασθούν learn. & επιδοκιμασθούνε learn. & επιδοκιμαστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | επιδοκιμάσου | επιδοκιμαστείτε & επιδοκιμασθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | επιδοκιμαστεί & επιδοκιμασθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | επιδοκιμαζόμουν & επιδοκιμαζόμουνα oral. | επιδοκιμαζόμασταν & επιδοκιμαζόμαστε |
2nd | επιδοκιμαζόσουν & επιδοκιμαζόσουνα oral. | επιδοκιμαζόσασταν & επιδοκιμαζόσαστε oral. |
3rd | επιδοκιμαζόταν & επιδοκιμαζότανε oral. | επιδοκιμάζονταν & επιδοκιμαζόντανε oral. & επιδοκιμαζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | επιδοκιμασμένος |
Synonyms - Antonyms
επιδοκιμάζω v.
S: επικροτώ A: αποδοκιμάζω1
7 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.