Lexiscope: επαναστατώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-πα-να-στα-τώ

Morphology

επαναστατώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεπαναστατώεπαναστατούμε
2ndεπαναστατείςεπαναστατείτε
3rdεπαναστατείεπαναστατούν & επαναστατούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndεπαναστατείτε
Present-Participleεπαναστατώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεπαναστάτησαεπαναστατήσαμε
2ndεπαναστάτησεςεπαναστατήσατε
3rdεπαναστάτησεεπαναστάτησαν & επαναστατήσαν oral. & επαναστατήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεπαναστατήσωεπαναστατήσουμε & επαναστατήσομε dial.
2ndεπαναστατήσειςεπαναστατήσετε
3rdεπαναστατήσειεπαναστατήσουν & επαναστατήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεπαναστάτησεεπαναστατήσετε & επαναστατήστε
Simple past-Infinitiveεπαναστατήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεπαναστατούσαεπαναστατούσαμε
2ndεπαναστατούσεςεπαναστατούσατε
3rdεπαναστατούσεεπαναστατούσαν & επαναστατούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleεπαναστατημένος

Synonyms - Antonyms

επαναστατώ v.

  1. Sκάνω επανάσταση, εξεγείρομαι1, ξεσηκώνομαι
  2. Sαπειθαρχώ, σηκώνω κεφάλι Aπειθαρχώ, υπακούω
  3. Sαγανακτώ1, εξοργίζομαι

Προθήματα - Επιθήματα

επανα- [epana]

επανά- [epaná] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
επαν- [epan] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από τις αρχαίες προθέσεις επί και ανά.

1. Επανάληψη

Το επανα- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι που είχε σταματήσει αρχίζει ξανά από την αρχή ή από το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει. Για παράδειγμα, όταν επανεξετάζω κάτι το εξετάζω ξανά από την αρχή.

επαναδιαπραγμάτευση

επαναδιαπραγματεύομαι

επανάκτηση

επανακτώ

επαναλειτουργία

επανακυκλοφορώ

επαναπατρισμός

επαναπατρίζομαι

επανασύνδεση

επαναπροσδιορίζω

επανασχηματισμός

επαναπροσλαμβάνω

επανατοποθέτηση

επανασυνδέω

επαναφορά

επανατοποθετούμαι

επανέκδοση

επαναφέρω

επανεξέταση

επανεισάγω

επανεξετάζω

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επανάληψη βλ. ανα-*, ξανα-*, ματα-*, παλιν-*.

-στα-

Το συστατικό -στα- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό στάσις, παράγωγο του αρχαίου ρήματος ίσταμαι (= στέκομαι, βρίσκομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-στατώ [stató]

Για παράδειγμα, αυτός που πρωτοστατεί σε μια ομαδική κίνηση είναι αυτός που την ξεκινάει πρώτος και ξεσηκώνει και τους άλλους.

αποστατώ, επαναστατώ, επιστατώ, πρωτοστατώ, χοροστατώ

Ουσιαστικά

-στάσι [stási]

Το -στάσι σχηματίζει λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν κάποιο ειδικό χώρο ή κατασκευή. Για παράδειγμα, το εικονοστάσι είναι ειδική κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων.

βουστάσι, εικονοστάσι, καραβοστάσι, λιοστάσι, χοιροστάσι

-στασία [stasía]

Για παράδειγμα, η ορθοστασία είναι κουραστική, γιατί στεκόμαστε όρθιοι.

ακαταστασία, αποστασία, αστασία (ιατρ.), δασοπροστασία, ιδιοσυστασία (ιατρ.), ορθοστασία, προστασία, πυροπροστασία, χοροστασία (εκκλ.)

-στάσιο [stásio]

Το -στάσιο είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν χώρο ή ειδική κατασκευή όπου είναι τοποθετημένο, εγκατεστημένο ή προστατευμένο ένα πράγμα. Για παράδειγμα, το κωδωνοστάσιο είναι ο χώρος του ναού όπου κρέμεται η καμπάνα (κώδωνας)· το χοιροστάσιο είναι ο χώρος όπου εκτρέφονται τα γουρούνια (χοίροι).

αγελαδοστάσιο, αμαξοστάσιο, βουστάσιο, ελαιοστάσιο, εργοστάσιο, κλιμακοστάσιο, κωδωνοστάσιο, λεβητοστάσιο, οπλοστάσιο, ποιμνιοστάσιο, χοιροστάσιο

✔ Το -στάσιο συνδυάζεται με ουσιαστικά λόγιας προέλευσης (π.χ. ελαιοστάσιο). Σε περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχος μη λόγιος τύπος, αυτός συνδυάζεται με το -στάσι (π.χ. λιοστάσι).

✔ Υπάρχουν ουσιαστικά σε -στάσιο και με άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, το ενοικιοστάσιο είναι νομικό μέτρο που ορίζει την παράταση ενοικίασης ενός ακινήτου χωρίς αύξηση ενοικίου· για το βόρειο ημισφαίριο της γης το θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου (21 Ιουνίου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο η μικρότερη ημέρα του χρόνου (21 Δεκεμβρίου).

-στάτης [státis] (θηλ. -στάτρια)

Για παράδειγμα, ο αντικαταστάτης κάποιου είναι αυτός που παίρνει τη θέση του, που τον αντικαθιστά.

αντικαταστάτης, αποστάτης, εγκαταστάτης, επαναστάτης, επιστάτης, παραστάτης, προστάτης, πρωτοστάτης, συμπαραστάτης, υποκαταστάτης

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Κάποια ουσιαστικά σε -στάτης δηλώνουν όργανο ή ειδική κατασκευή. Για παράδειγμα, ο βιβλιοστάτης χρησιμεύει για να στηρίζει τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη.

βιβλιοστάτης, θερμοστάτης, κηροστάτης (= μανουάλι), κρυοστάτης, ορθοστάτης, πυροστάτης (= πυροστιά), ρεοστάτης, φανοστάτης

Επίθετα

-στασιακός [stasiakós], -στασιακή, -στασιακό

Για παράδειγμα, κάτι περιστασιακό δεν είναι μόνιμο, αλλά αφορά μία συγκεκριμένη περίσταση.

αντιστασιακός, εργοστασιακός, καταστασιακός, περιστασιακός

-στατικός [statikós], -στατική, -στατικό

Για παράδειγμα, ο αιμοστατικός επίδεσμος χρησιμεύει για να σταματάει την αιμορραγία, ενώ με τη συστατική επιστολή διαβιβάζονται καλές συστάσεις για ένα πρόσωπο, κυρίως για επαγγελματική χρήση.

αιμοστατικός, εκστατικός, επαναστατικός, ηλεκτροστατικός, ορθοστατικός, παραστατικός, συστατικός, υδροστατικός

✔ Οι λέξεις περιστατικό (= γεγονός, συμβάν) και υποστατικό (= αγρόκτημα) είναι ουσιαστικά.

-στατος [statos], -στατη, -στατο

Για παράδειγμα, ο μονοδιάστατος έχει μόνο μία διάσταση, ενώ οι ανυπόστατες κατηγορίες δεν ισχύουν, δεν υφίστανται.

ανυπόστατος, αρτισύστατος, δισδιάστατος, δισυπόστατος (= που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές), ευκατάστατος (= που έχει καλή οικονομική κατάσταση), μονοδιάστατος, νεοσύστατος, πολυδιάστατος, τρισδιάστατος

✔ Η λέξη αερόστατο (= κατασκευή που φουσκώνει και στέκεται στον αέρα) είναι ουσιαστικό.


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.